Πιο πολύ κι από τον έναστρο νυχτερινό ουρανό ή τ’ ανθισμένα αγριολούλουδα, πιο πολύ κι από τα βότσαλα που αστράφτουν στο νερό ή ακόμα και απ’ τα μικρά πουλιά, τα σύννεφα αγαπώ. Είμαι συχνά σαν τον παράξενο ξένο που περιγράφει ο Baudelaire ή εκείνο τον έμπορο των νεφών που μένει εκστατικός μπρος στις υπέροχες αυτές κατασκευές του άπιαστου και ξεχνάει να φάει, ή ίσως σαν τον Άμλετ που γυρεύει ομοιότητες ανάμεσα στους δύο κόσμους, τον άπιαστο εκεί ψηλά κι αυτόν εδώ όπου ζούμε. Στέκομαι κι εγώ με τις ώρες πίσω απ’ το τζάμι και τα παρατηρώ: ν’ ακινητούνε μια στιγμή ή να διασχίζουν βιαστικά το οπτικό μου πεδίο, ν’ αλλάζουν χρώμα και μορφή, σχηματισμούς και σχήμα, και να γεννάνε άλλες τόσες εικόνες και σκέψεις στο μυαλό μου.
Η εικόνα, ωστόσο, που μου σφηνώθηκε σήμερα στο μυαλό, καθώς χάζευα τον ουρανό, ήταν διαφορετική και ξάφνιασε κι εμένα τον ίδιο˙ τα λευκά σύννεφα που έβλεπα μπροστά μου έγιναν ξαφνικά το ζεστό σπέρμα που κυλάει από τα στήθη προς την κοιλιά μιας γυναίκας γυμνής και που βαριανασαίνει. Η παρομοίωση μού φάνηκε εκείνη τη στιγμή ακατάλληλη για να δοκιμάσω να τη βάλω σε στίχους, όπως ήταν η πρώτη μου παρόρμηση – ακατάλληλη όχι τόσο για το σεξουαλικό της περιεχόμενο καθαυτό, αυτό σπανίως είναι η αλήθεια με συγκρατεί, όσο λόγω της ευθείας και άμεσης διατύπωσής του.
Έτσι ακολούθησα μιαν άλλη σκέψη της στιγμής και έγραψα έναν σπασμένο δεκαπεντασύλλαβο, που μιλάει για την αγάπη, φυσικά, συγκρίνοντάς τη με τη διαρκή μεταβολή των νεφών: «Χαζεύοντας τα σύννεφα / σπουδάζω την αγάπη».
Ώρες αργότερα, ωστόσο, περπατώντας στα στενά της Πλάκας ανάμεσα σε ντόπιους με δερμάτινους χαρτοφύλακες και τουρίστες με φωτογραφικές μηχανές, συνειδητοποίησα ότι η πρωινή εκείνη εικόνα δεν είχε σταματήσει να γυρίζει στο μυαλό μου ζητώντας μια πρόχειρη και προσωρινή έστω διατύπωση. Ένας ακόμα δεκαπεντασύλλαβος ήταν το πρώτο που κατόρθωσα και τον γύριζα στα χείλη μου για πολλή ώρα μέχρι να σταθώ σε μιαν άκρη και να τον καταγράψω: «Σκόρπια τα σύννεφα λευκά / σαν το χυμένο σπέρμα».
Η εικόνα δεν ήταν βέβαια και πάλι ολοκληρωμένη, όπως εκείνη που ακαριαία είχε σχηματιστεί στο μυαλό μου το πρωί, αλλά τουλάχιστον μου επέτρεψε να πιω δυο τρεις γουλιές από τον καφέ μου και να πω δυο κουβέντες με τους γνωστούς που συνάντησα, πριν αρχίσει πάλι να με βασανίζει. Έπρεπε πια να δουλέψω, οπότε ρίχτηκα, ξανά, στο κυνήγι της ίδιας έμπνευσης και κατέληξα σε μια ακόμα διατύπωση, πιο πλατιά αυτή τη φορά:
Τα σύννεφα στον ουρανό
που αλλάζουν διαρκώς μορφή
χαράζοντας τα ύψη
μου μοιάζουν στη λευκότητα
με το χυμένο σπέρμα που κυλά
ανάμεσα στα στήθη
σου.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος