Τόμας Μπέρνχαρντ, Μπετόν, μτφ. Αλέξανδρος Ίσαρης, εκδ. Εστία
Είναι κάποιοι συγγραφείς που γράφουν, θα ‘λεγες, ξανά και ξανά το ίδιο βιβλίο. Μόλις πιάσουν το μολύβι τους στο χέρι, μόλις τα δάχτυλά τους αγγίξουν τα πλήκτρα του υπολογιστή τους (της γραφομηχανής τους λίγο παλιότερα), δεν μπορούν παρά ν’ αφηγηθούν άλλη μια φορά την ίδια ιστορία που έχουν πει και ξαναπεί ωραιότατα στο παρελθόν. Αυτό δεν κάνει, κατά μία έννοια, ο Φίλιπ Ροθ, ο W.G. Sebald, o Ρέιμοντ Κάρβερ ή, στα δικά μας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Φώτης Κόντογλου και ο Άγγελος Τερζάκης; Και πολύ περισσότερο οι περισσότεροι ποιητές; Αρκεί βέβαια μια προσεκτική ανάγνωση ή, απλώς, μια δεύτερη ανάγνωση για να αποκαλυφθούν στα μάτια του αναγνώστη οι δεκάδες εκδοχές, οι δεκάδες πραγματικότητες, οι δεκάδες διαφορετικές ιστορίες που κρύβονται σε ό,τι μοιάζει να είναι παραλλαγή ή επανάληψη του ίδιου κάθε φορά πράγματος – αρκεί, εννοείται, ο συγγραφέας να είναι στ’ αλήθεια μεγάλος.
Πρωταθλητής σε αυτό το άθλημα είναι χωρίς αμφιβολία ο αυστριακός συγγραφέας Τόμας Μπέρνχαρντ, του οποίου, έχω την εντύπωση, ακόμα και ο πιο προσεκτικός και μνήμων αναγνώστης θα χρειαστεί να διαβάσει πολλές σελίδες από το ίδιο βιβλίο στη σειρά, προτού μπορέσει να δηλώσει ποιο είναι το συγκεκριμένο βιβλίο που διαβάζει. Αφού σε όλα σχεδόν τα μυθιστορήματα και τις νουβέλες του Μπέρνχαρντ, αλλά και στα θεατρικά του έργα, ακούγεται, νομίζει κανείς, η ίδια πάντα φωνή να λέει την ίδια πάντα ιστορία. Η αλήθεια φυσικά δεν είναι ακριβώς αυτή, αλλά επίσης δεν απέχει και πολύ απ’ αυτό που περιγράφουμε.
Ο Τόμας Μπέρνχαρντ γεννήθηκε το 1931 στην Ολλανδία, όπου είχε καταφύγει η μητέρα του για να αποφύγει το σκάνδαλο της γέννησης ενός εξώγαμου παιδιού στη μικρή επαρχιακή πόλη της μόνιμης κατοικίας της. Την ανατροφή του, πίσω στην Αυστρία, θα την αναλάβει η γιαγιά του και ο παππούς του, αναρχικός συγγραφέας ο ίδιος, τον οποίο ο Τόμας δεν θα πάψει ποτέ να θυμάται και να αγαπάει. Ως τα δεκαοχτώ του χρόνια θα χάσει τη μητέρα του και τον παππού του (ο πατέρας θα είναι εξαρχής άφαντος) και θα αρρωστήσει από πνευμονοπάθεια, μια αρρώστια που θα τον ταλαιπωρήσει όλη του τη ζωή, όπως και αρκετούς πρωταγωνιστές των βιβλίων του. Θα σπουδάσει μουσική, θα εργαστεί ως δημοσιογράφος του δικαστικού ρεπορτάζ σε εφημερίδες και θα αφοσιωθεί τελικά στη συγγραφή, μέχρι τον θάνατό του, το 1989. Θα δημοσιεύσει ποιητικές συλλογές, θεατρικά έργα και κυρίως μυθιστορήματα και νουβέλες. Ανεξάρτητα από το είδος του κειμένου, λίγες φράσεις είναι αρκετές για να καταλάβει ο αναγνώστης περί τίνος πρόκειται:
«Προτιμώ να βαδίζω πέρα δώθε στα δωμάτιά μου, λέει, τότε έχω τις καλύτερες εμπνεύσεις. Μπορώ να στέκω ώρες ολόκληρες στο παράθυρο και να κοιτάζω το δρόμο κάτω, είναι μια συνήθεια που απέκτησα στα παιδικά μου χρόνια. Κοιτάζω το δρόμο κάτω και παρατηρώ τους ανθρώπους και αναρωτιέμαι τι είναι αυτοί οι άνθρωποι, τι είναι αυτό που τους κινεί εκεί κάτω στο δρόμο, τι τους κρατά σε κίνηση, αυτή είναι η κύρια απασχόλησή μου, που λέει ο λόγος. Καταγίνομαι πάντοτε αποκλειστικά με τους ανθρώπους, η φύση καθαυτή, ναι, δεν με ενδιέφερε ποτέ, όλα μέσα μου παραπέμπουν πάντοτε στους ανθρώπους, είμαι φανατικός των ανθρώπων που λέει ο λόγος, είπε, φυσικά όχι φανατικός της ανθρωπότητας, μα φανατικός των ανθρώπων. Πάντοτε μ’ ενδιέφεραν μόνο οι άνθρωποι, είπε, επειδή εκ φύσεως με απωθούν, τίποτε δεν με ελκύει περισσότερο από τους ανθρώπους και συνάμα τίποτε δεν με απωθεί περισσότερο από τους ανθρώπους. Μισώ τους ανθρώπους, μα οι άνθρωποι είναι συνάμα και ο μοναδικός σκοπός της ζωής μου.» (Παλιοί δάσκαλοι, μτφ. Βασίλης Τομανάς)
Από ποιο βιβλίο είναι το απόσπασμα; Ποιος μιλάει εδώ; Σοβαρολογεί ή αστειεύεται; Λίγη σημασία έχουν στην πραγματικότητα οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα. Γιατί ο πρωταγωνιστής όλων των έργων του Τόμας Μπέρνχαρντ είναι, κατά βάθος, πάντα ο ίδιος: ένας εκκεντρικός Αυστριακός δημιουργός, με την ευρεία έννοια του όρου (μουσικός, συγγραφέας, αρχιτέκτονας, κριτικός, φιλόσοφος), ο οποίος υποφέρει από κάποια ασθένεια ή, τουλάχιστον, από υπερευαισθησία και είναι ολότελα κυριευμένος από κάποια έμμονη και, συχνά, αλλόκοτη και οδυνηρή ιδέα, την οποία δεν θα καταφέρει ποτέ να πραγματοποιήσει είτε γιατί είναι από τη φύση της τέτοια είτε επειδή ο ίδιος δεν έχει τη δύναμη, τη συγκέντρωση, την πειθαρχία, την αποφασιστικότητα και την κοινή λογική να το κατορθώσει. Στο τέλος η εμμονή του, καθώς συγκρούεται με τον περίγυρο και την πραγματικότητα, θα τον συντρίψει.
Στο «Ασβεστοκάμινο» ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να γράψει μια πραγματεία «Περί Ακοής» χρησιμοποιώντας σαν πειραματόζωο την καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι γυναίκα του, την οποία τελικά θα σκοτώσει. Στους «Φτηνοφαγάδες» ο ανάπηρος Κόλερ συγγράφει –προσπαθεί να συγγράψει– μια μελέτη με θέμα τη Φυσιογνωμική αφιερώνοντας το κεντρικό κεφάλαιο σε τέσσερις φίλους που γευματίζουν καθημερινά σ’ ένα λαϊκό εστιατόριο της Βιέννης τρώγοντας πάντα το φτηνότερο φαγητό. Στον «Αποτυχημένο» ο αφηγητής γράφει μια μελέτη για τον Γκλεν Γκουλντ, τον σπουδαιότερο πιανίστα του εικοστού αιώνα, με τον οποίο υπήρξε κάποτε συμμαθητής. Στη «Διόρθωση» ο πρωταγωνιστής μετά από έξι χρόνια σχεδιασμού και σκληρής δουλειάς χτίζει ένα οικοδόμημα για τη αδελφή του, η οποία μόλις το αντίκρισε, έπεσε νεκρή. Και ούτω καθ’ εξής.
Ο αφηγητής στο «Μπετόν», σύντομο μυθιστόρημα δημοσιευμένο το 1982, προσπαθεί για περισσότερα από δέκα χρόνια να γράψει μια μουσικολογική μελέτη για τον Γερμανό συνθέτη Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντυ – φυσικά χωρίς επιτυχία: το πνευματοκτόνο περιβάλλον της Βιέννης, αρχικά, και το στείρο και απομονωμένο επαρχιακό περιβάλλον όπου έχει καταφύγει πλέον, η αρρώστια των πνευμόνων του που τον ταλαιπωρεί καθημερινά και σε ένα-δυο χρόνια θα τον οδηγήσει στον θάνατο, η οικονομικά και κοινωνικά επιτυχημένη και παρεμβατική αδελφή του με την οποία τον συνδέουν σχέσεις αγάπης-μίσους, κυρίως μίσους και εξάρτησης, η τελειομανία του και η δυσπροσαρμοστικότητά του, η ψυχαναγκαστική του προσωπικότητα και η διεισδυτική του ματιά που απαλείφει κάθε ζωτική ψευδαίσθηση, είναι οι παράγοντες που αναπόδραστα οδηγούν κάθε του προσπάθεια σε αποτυχία. Μια ύστατη προσπάθεια να εγκατασταθεί για μερικούς μήνες στην Πάλμα της Μαγιόρκας και εκεί να στρωθεί στη δουλειά δεν πρόκειται φυσικά να έχει κανένα αποτέλεσμα: η τραγική μοίρα μιας γυναίκας, την οποία είχε συναντήσει σε προηγούμενο ταξίδι του στο ίδιο μέρος, θα ακυρώσουν και αυτή τη διέξοδο.
Όλα αυτά σε ένα συνεχές κείμενο εκατόν εξήντα σελίδων, χωρίς ενότητες, χωρίς κεφάλαια, χωρίς παραγράφους, χωρίς εξωτερική δράση και εξέλιξη, γεμάτο κωμικές και τραγικές νότες, αντιφάσεις και παραδοξολογίες, ένα κείμενο που αποτελεί μια δριμύτατη επίθεση εναντίον της ανθρώπινης αμβλύνοιας, της ιδεολογίας του κέρδους, της θρησκείας και της εκκλησίας, της φιλανθρωπίας, του σύγχρονου κράτους, της τέχνης σε κάθε της μορφή, της κοινωνικής υποκρισίας· με έναν μακροπερίοδο λόγο, γεμάτο επαναλήψεις λέξεων, φράσεων, προτάσεων, θεμάτων και λεπτομερειών που μηρυκάζονται και εξετάζονται ξανά και ξανά από κάθε δυνατή όψη τους, σε πολλαπλές παραλλαγές, σχηματίζοντας τελικά ένα κείμενο που δεν μπορεί παρά να διαβαστεί σαν μουσική παρτιτούρα. Γι’ αυτό ίσως ο καλύτερος τρόπος ανάγνωσης των βιβλίων του Τόμας Μπέρνχαρντ είναι το μεγαλόφωνο διάβασμα.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος