Μυρσίνη Γκανά, Τα πέρα μέρη [ποιήματα], εκδ. Μελάνι, 2017
Γράφουμε ποιήματα γιατί υπάρχει ένα ποτάμι μέσα μας που κάποτε φουσκώνει αγριεμένο και απειλεί να μας πνίξει. Γράφουμε ποιήματα για να βάλουμε σε τάξη τα αντικείμενα, τα γεγονότα, τις πράξεις, τα συναισθήματα και να λάβει το καθετί τη θέση που του αρμόζει. Για να δώσουμε μορφή και υπόσταση σε όλες τις φωνές που μιλάνε μέσα μας. Γράφουμε για να μην έχει πάντα το πάνω χέρι η πραγματικότητα και για να ξορκίσουμε τους εφιάλτες που μας κρατάνε τις νύχτες ξάγρυπνους. Κυρίως όμως γράφουμε ποιήματα, για να καταλάβουμε από τι υλικό είμαστε φτιαγμένοι. Για να μάθουμε ποιοι είμαστε και να γίνουμε αυτοί ακριβώς, όπως θα αποδίδαμε στα νέα ελληνικά εκείνο το γνωστό «γένει’ οίος έσσι μαθών» του Πινδάρου.
Για τους περισσότερους από μας, η επίμονη και νηφάλια ενδοσκόπηση είναι ο προφανής δρόμος προς την κατάκτηση της αυτογνωσίας. Το ίδιο και ο έρωτας και η φιλία, ο κίνδυνος και ο τρόμος. Για τον ποιητή, όμως, η βασιλική οδός προς τη γνώση του εαυτού είναι η ποίηση – στον βαθμό που εμπεριέχει εν πυκνώσει όλα τα προηγούμενα. Αυτό τον δρόμο προς την αυτοκατανόηση μοιάζει να διατρέχει και να περιγράφει η Μυρσίνη Γκανά στην πρώτη της ποιητική συλλογή, «Τα πέρα μέρη». Που είναι ίσως και το πιο ενδεδειγμένο βήμα που θα μπορούσε να κάνει ένας νέος συγγραφέας, για να ξέρει πού πατάει και πού βρίσκεται.
Και μόνο το σχήμα του κύκλου που διακρίνεται στο βιβλίο, κατά το οποίο η αρχή και το τέλος στρέφονται το ένα προς το άλλο και τελικά ενώνονται, αρκεί, πιστεύω, για να καταδείξει τη σημασία που δίνει η ποιήτρια στην ανακάλυψη του δικού της προσώπου. Αφού το βιβλίο ανοίγει και κλείνει με την ίδια εικόνα, του ανθρώπου που, δια του έρωτος, γίνεται αυτός που είναι.
«Μαζί σου μόνο / φοράω το δικό μου δέρμα», διαβάζουμε στο πρώτο πρώτο ποίημα της συλλογής, το οποίο μάλιστα με τη συντομία του θα μπορούσε να εκληφθεί και ως motto της. Και: «μ’ ακούμπησες στον ώμο, / γύρισα / και με είδα», είναι οι τρεις τελευταίοι στίχοι που θα συναντήσει ο αναγνώστης στο βιβλίο. Το πρόσωπο στο οποίο απευθύνει τον λόγο η ποιήτρια γίνεται ο καταλύτης για να ανακαλύψει το δικό της αληθινό πρόσωπο, για να μεταμορφωθεί σε αυτήν που πραγματικά είναι. Και ο δρόμος που θα την οδηγήσει εκεί περνάει μέσ’ απ’ τον έρωτα και την ποίηση.
Ο έρωτας, για να ξεκινήσουμε απ’ αυτόν, εμφανίζεται στα περισσότερα ποιήματα σαν ένα φυσικό φαινόμενο που μπαίνει στη ζωή της ποιήτριας -του ποιητικού υποκειμένου δηλαδή- και αλλάζει τα πάντα: τον κόσμο γύρω της και τον κόσμο μέσα της. Είναι η δύναμη εκείνη που, όπως διαβάζουμε, μπλέκει τις γραμμές στον χάρτη, ανοίγει τα σύνορα, υπογράφει συνθήκες, φτιάχνει νέες χώρες. Φτιάχνει ένα νησί, συγκεκριμένα, όπου φτάνοντας οι δύο ερωτευμένοι κρατάνε την ανάσα τους, να μη τους βρουν, και ακούνε το μοτέρ της φύσης να δουλεύει. Γιατί όλα βέβαια δεν είναι ρόδινα μέσα στα ποιήματα, όπως και μέσα στη ζωή. Έρχονται μέρες δύσκολες, «που πέφτουν επάνω σου / υγρό, βαρύ βαμβάκι», που «σε αγκιστρώνουν και σε σέρνουν / σπαρταρώντας», που «πήζουν γύρω σου» και τίποτα δεν τις ξεπλένει. Έρχονται πρωινά «με πυρετό / που ανεβαίνει σταθερά / και φέρνει παραλήρημα». Έρχονται νύχτες χωρίς σημεία προσανατολισμού στον ουρανό «να χάνονται οι ναυτικοί / κι οι αστροναύτες». Τα ρολόγια «συρρικνώνουν το χρόνο, / το πεδίο, τη χαρά», ο Οδυσσέας είναι κάποτε «στ’ αλήθεια ο Κανένας».
Ο έρωτας όμως, όπως το είπαμε ήδη, έρχεται με τη μεταμορφωτική του δύναμη και βάζει τα πράγματα στη θέση τους, εκεί που εξαρχής έπρεπε να είναι. Άλλοτε γαλήνιος και καθησυχαστικός, οικείος σαν να έρχεται από τα βάθη ενός κοινού παρελθόντος, το οποίο κι αν δεν έχει υπάρξει η ποιήτρια εύχεται να το είχε ζήσει, το έχει ζήσει ίσως· και άλλοτε ορμητικός και βίαιος, όπως τον ξέρουμε από τους αρχαίους λυρικούς, σαν άνεμος που ξεσηκώνει ό,τι έχει μείνει «να σε κατηγορεί / που δεν το φρόντισες». Αυτή ακριβώς η εικόνα του σφοδρού αλλά ευεργετικού ανέμου επανέρχεται στα ποιήματα, με τον ίδιο τρόπο που η ποιήτρια ζητάει να έρχεται στη ζωή της. Πιο χαρακτηριστικό απ’ όλα το ποίημα που ακολουθεί ολόκληρο:
Περνάει βιαστικά
σφυρίζοντας αδιάφορα
ενώ κλέβει
μπαλάκια, κουβαδάκια και ξαπλώστρες.
Παίζει με το νερό
υψώνοντας ουράνια τόξα
ανακατεύει το μυαλό
μπερδεύει τις αισθήσεις και τα αίματα
βγάζει κραυγές καθώς πηδάει τα σύρματα
μπαίνει από πόρτες, παράθυρα, ανοιχτά κουμπιά
και χαστουκίζει, χαϊδεύει, στροβιλίζεται.
Αιθέριε θεέ, μην κλείσεις τον ασκό σου.
Ο σφοδρός και συγχρόνως τρυφερός αυτός έρωτας είναι ο ένας τρόπος που οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο προς την αυτογνωσία και τη μεταμόρφωση. Ο άλλος είναι ο αγώνας με τις λέξεις, με το υλικό δηλαδή από το οποίο φτιάχνονται τα ποιήματα. Αν θεωρήσουμε τον έρωτα μια δύναμη που έρχεται απ’ έξω -όταν είμαστε έτοιμοι όμως γι’ αυτόν- και σαρώνει το είναι μας, η ποίηση αποτελεί τον εσωτερικό τρόπο που κατέχει η ποιήτρια, για να ξηλώνει η ίδια τον εαυτό της, για να ξηλώνει το σώμα της, και να ανακαλύψει ποια επιτέλους στ’ αλήθεια είναι. Για να φτάσει να γίνει μια «άλλη, εκτυφλωτική, / σαν κοριτσάκι που έγινε γυναίκα». Για να φτάσει να γίνει ένα δάσος τροπικό, ενώ ήταν «τόπος άνυδρος που φύτρωναν αγκάθια».
Οι λέξεις όμως δεν είναι εύκολος σύμμαχος. Δεν υπακούν πάντοτε στις επιθυμίες του δημιουργού, δεν συμμορφώνονται με τις επιδιώξεις του, λένε άλλα από εκείνα που αυτός ήθελε να πει. Κάποτε είναι λειψές, μπαίνουν σε λάθος θέση, σε λάθος στόμα, γίνονται μια χώρα, όπως διαβάζουμε σ’ ένα από τα ποιήματα του βιβλίου, «κλεισμένη σ’ ένα κέλυφος / λεπτότατο. / Πάνω που κάνω να σταθώ / ραγίζει». Λένε ιστορίες που δεν έπρεπε να ειπωθούν. Χτυπιούνται στους τοίχους πανικόβλητες και γκρεμίζονται ύστερα η μία μετά την άλλη επάνω στη λευκή σελίδα. Τρομαγμένες, όπως όλοι μας κάποτε από την πραγματικότητα και την ύπαρξη.
Αυτό είναι το ανυπότακτο υλικό που έχει η ποιήτρια στη διάθεσή της. Αυτή είναι η δουλειά της, μας λέει. Οι λέξεις. Αυτές χρησιμοποιεί για να φτάσει στην πηγή της ποίησης και για να ξηλώσει τον εαυτό της, να κοιτάξει προσεκτικά από τι είναι φτιαγμένη και να τον υφάνει από την αρχή όπως πραγματικά είναι. Αξίζει, νομίζω, να ακούσουμε ολόκληρο ένα ακόμη ποίημα της συλλογής, καθώς μας φανερώνει δυο-τρία κύρια χαρακτηριστικά της ποιητικής γραφής της Μυρσίνης Γκανά και, ταυτόχρονα, αναπαριστάνει καθαρά τη διαδικασία με την οποία η ποιήτρια, δια της ποιήσεως αυτή τη φορά, φέρνει στην επιφάνεια το πρόσωπό της.
Κάπου στη φόδρα
του παλτού που φοράω εδώ και χρόνια
πρόσεξα μία σχισμή.
Μία κλωστή που κρέμεται
ήταν στην αρχή
που τράβηξα διστακτικά
κι εκείνη ξεκίνησε ένα ζιγκ-ζαγκ
υπνωτικό, αδύνατον να σταματήσω.
Ξηλώνω εδώ και μήνες
το υλικό απ’ το οποίο φτιάχτηκα
να δω τι κρύβεται από πίσω
και ποιο θα είναι το έπαθλο:
ένα στεφάνι από αγκάθια
ή μυρτιές.
Το οικείο λεξιλόγιο, ο άμεσος τόνος, η καθαρότητα της φωνής, ο τρυφερός λυρισμός, η εκφραστική σαφήνεια και διαύγεια είναι στοιχεία που τα βρίσκουμε σε όλο το μήκος της συλλογής. Τα γνώριμα αντικείμενα και οι καθημερινές εικόνες επίσης. Θα συναντήσουμε, για παράδειγμα, σε άλλα ποιήματα, τα κατοικίδια που έχουμε στα σπίτια μας, τους λουκουμάδες και τα παγωτά στις πλατείες, τα ψίχουλα, τα πιατάκια, τα φλιτζανάκια, ό,τι έχει μείνει εκτός ψυγείου· και ακόμα τα θερμόμετρα, τις κομπρέσες, τα σιρόπια για τον πυρετό, το παρμπρίζ του αυτοκινήτου που θαμπώνει με το κρύο, τα κουταλάκια του καφέ, τα σαββατοκύριακα. Όλα αυτά όμως, εκτός του να δομούν το ποιητικό σύμπαν της Γκανά, τον οικείο χώρο που χτίζει και στον οποίο κινείται με την ποίησή της, επιτελούν μία ακόμη λειτουργία: μεταστοιχειώνονται σε δείκτες της εσωτερικής ζωής του ποιητικού υποκειμένου, γίνονται μέσα έκφρασης του ψυχισμού του, όχι με τον κοινότοπο, ίσως, τρόπο που οι λέξεις γίνονται κάποτε απλοϊκά σύμβολα, αλλά με τον μαγικό τρόπο που κατέχει η γνήσια ποίηση να μας παρουσιάζει ταυτόχρονα το εδώ και το αλλού, το έξω και το μέσα.
Στο τέλος του ίδιου ποιήματος, με την αναφορά στο στεφάνι από αγκάθια ή από μυρτιές, εμφανίζεται ένα ακόμη χαρακτηριστικό των ποιημάτων που περιέχονται στα «Πέρα μέρη». Μια, συγκρατημένη οπωσδήποτε, διακειμενικότητα της γραφής – όπως από τη δεκαετία του 1960 και μετά συνηθίζουμε να ονομάζουμε τους μακρινούς χαιρετισμούς που ανταλλάσσουν τα κείμενα μεταξύ τους. Το στεφάνι από αγκάθια παραπέμπει, προφανώς, στις Γραφές, οι μυρτιές στους αρχαίους λυρικούς ή στον Ελύτη και τον Νίκο Γκάτσο. Σε άλλα ποιήματα υποψιαζόμαστε ή διακρίνουμε καθαρά αναφορές στον Όμηρο, στον Paul Valery, εκφραστικούς τόνους ή θεματικά μοτίβα που φέρνουν στον νου, στον δικό μου νου τουλάχιστον, τον Ελύτη ξανά, τον Έλιοτ, τον Λόρκα. Ήδη ο τίτλος της συλλογής δεν μπορεί παρά να θυμίσει στον Έλληνα αναγνώστη τη «Θαλασσογραφία» του Διονύση Σαββόπουλου: «Να μας πάρεις μακριά, / να μας πας στα πέρα μέρη». Η ποιήτρια, εξάλλου, είναι προσεκτική και επίμονη αναγνώστρια η ίδια, το γνωρίζουμε αυτό.
Τελικά, εκεί ήθελα ίσως να καταλήξω απ’ την αρχή, ο έρωτας και η ποίηση έρχονται και ταυτίζονται στα ποιήματα της Μυρσίνης Γκανά. Έτσι που να μην μπορούμε να πούμε στα σίγουρα αν το υποκείμενο των τελευταίων στίχων του βιβλίου, που οδηγεί την ποιήτρια στην ανακάλυψη του εαυτού της, είναι ο έρωτας ή είναι η ποίηση: «Μ’ ακούμπησες στον ώμο / γύρισα / και με είδα». Έτσι όμως γίνεται συνήθως στη γνήσια ποίηση. Και τέτοια είναι η ποίηση της Μυρσίνης Γκανά.
[Ομιλία κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Ιανός, τον Σεπτέμβριο του 2017. Πρώτη δημοσίευση στο Περιοδικό «Ποιητική», τχ. 20, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2017]
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Ωραία, ενδιαφέρουσα παρουσίαση και τα ποιήματα που παραθέτετε, μου άρεσαν.Με την καλημέρα μου!