Μόλις διακρίνει πάνω στα φύλλα της λεύκας
ένα ελάχιστο αεράκι να φυσά
(επτά η ώρα το απόγευμα που κρύβεται ο ήλιος
κι εκείνος είναι μόνος μες στο σπίτι),
γδύνεται, ανοίγει πόρτες και παράθυρα
και περιφέρεται από δωμάτιο σε δωμάτιο.
.
Στέκεται μια στιγμή μπρος στον ανεμιστήρα,
γυαλίζει η πλάτη του απ’ τον ιδρώτα,
βγαίνει στο μπαλκόνι όπως είναι,
κλείνει τα μάτια κι αναπνέει το αεράκι,
.
ακουμπάει το γυμνό σώμα του
πάνω στο δροσερό κάγκελο,
μόλις ζεσταθεί μετακινείται λίγο πιο δω,
ανάβει ένα τσιγάρο –
.
νομίζει πως είναι μόνος του στη γειτονιά.
.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος