Σταύρος Ζουμπουλάκης, Μιλώντας για την ευτυχία χωρίς νοσταλγία

zoumpoulakis1-thumb-large

Φωτογραφία: Kathimerini.gr

Σταύρος Ζουμπουλάκης, Στ’ αμπέλια, εκδόσεις Πόλις

Το υπερκείμενο (hypertext), το να διασπάς δηλαδή τη συνήθη γραμμική οργάνωση των βιβλίων και να πηδάς από τη μια πληροφορία στην άλλη κι από το ένα κείμενο στο άλλο, είναι δημιούργημα και πρακτική μάλλον της βιβλιοθήκης, θα έλεγα, παρά του διαδικτύου. Και είναι επίσης μια μόνιμη πρακτική των περισσοτέρων, πιστεύω, αναγνωστών. Διαβάζοντας, ας πούμε, το πρόσφατο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, Στ’ αμπέλια, συνάντησα μια στοχαστική διαπίστωση του συγγραφέα που με οδήγησε αυτομάτως να διατρέξω τις Μικρές αναμνήσεις, το σύντομο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Ζοζέ Σαραμάγκου, προκειμένου να εντοπίσω μια παραπλήσια σκέψη που θυμόμουν ότι υπάρχει εκεί. Τις παραθέτω και τις δύο, επειδή φανερώνουν με μεγάλη σαφήνεια, νομίζω, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει γενικά το παρελθόν ο Ζουμπουλάκης.

Πρώτα ο Σαραμάγκου: «Το παιδί που υπήρξα δεν είδε το τοπίο έτσι όπως ο άντρας στον οποίο εξελίχθηκε πεθύμησε να το φανταστεί από το ύψος του ενήλικα. Το παιδί, για όσο καιρό παρέμενε τέτοιο, υπήρχε απλώς στο τοπίο, ήταν μέρος του, δεν το ανέκρινε, δεν έλεγε ούτε σκεφτόταν, με αυτά ή με άλλα λόγια: “Τι ωραίο τοπίο, το μεγαλόπρεπο πανόραμα, τι εκθαμβωτική θέα!”». Και ο Ζουμπουλάκης: «Ο άνθρωπος του αγροτικού πολιτισμού γενικώς δεν γνωρίζει την αισθητική στάση. Ένας τόπος δεν είναι γι’ αυτούς ωραίος ή άσχημος, αλλά εύφορος ή άφορος. Φαντάζεται κανείς έναν αγρότη να αναφωνεί εκστατικός μπροστά σε μια νησιωτική ξεραΐλα “τι πανέμορφος τόπος!”;».

Το αντίστοιχο της απουσίας αισθητικής στάσης απέναντι στη φύση, που αναγνωρίζει στον άνθρωπο του αγροτικού πολιτισμού ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, είναι η απουσία νοσταλγικής διάθεσης του ίδιου απέναντι στο παρελθόν του. Γιατί ο συγγραφέας σε αυτό το βιβλίο του, που κινείται μεταξύ αφηγηματικού και δοκιμιακού λόγου, μιλάει μεν για τα εννέα καλοκαίρια που πέρασε ως παιδί στη Συκιά του νομού Λακωνίας, από το 1959 ως το 1967, και για την αδιατάρακτη ευτυχία που έζησε τότε, μέσα σε έναν ωκεανό αγάπης, όπως αναφέρει, αλλά ούτε στιγμή δεν υποκύπτει στον πειρασμό της νοσταλγικής ωραιοποίησης εκείνων των χρόνων.

Γιατί ο Ζουμπουλάκης έζησε στ’ αλήθεια εκείνα τα χρόνια σε εκείνα τα μέρη, δεν τα γνώρισε μέσα από τα βιβλία και τις αναμνήσεις άλλων, που μες στη βολική πνιγηρότητα της αστικής τους ζωής αφήνονται σε βουκολικές εξιδανικεύσεις του παρελθόντος. Ο συγγραφέας θυμάται καλά πόσο συνηθισμένο, και σχεδόν αδιάφορο, γεγονός ήταν τότε ο θάνατος των μικρών παιδιών σε κάθε οικογένεια. Πόσο δύσκολα και τυραννικά ήταν τα γεράματα και η αρρώστια. Πόσο αναπόδραστη ήταν, σ’ εκείνη την κοινωνία της διαρκούς επανάληψης και του εγκλωβισμού, η καταφυγή στο κρασί και τη χαρτοπαιξία. Πόσο κυριαρχούσε ο φθόνος, η κακία και η καταλαλιά μεταξύ των συγχωριανών, πόση ήταν η πείνα, που έστελνε τους νέους στη μετανάστευση, και πόσο άσχημη ήταν η περιβόητη μεσογειακή διατροφή. Πόση ήταν τότε η σκληρότητα προς τα ζώα.

Δεν τα βρήκε στον Παπαδιαμάντη αυτά· τα γνώρισε από πρώτο χέρι τα καλοκαίρια (τα οποία τότε για τα παιδιά διαρκούσαν τρεις ολόκληρους μήνες) που, κατεβαίνοντας μόνος από την Αθήνα, ζούσε δίπλα στους συγγενείς του στ’ αμπέλια, το μέρος, έξω από τον οικισμό, όπου ξεκαλοκαίριαζαν οι κάτοικοι του χωριού. Αλλά επειδή ακριβώς ο Σταύρος Ζουμπουλάκης ερχόταν από την πόλη, αυτός ο κόσμος, της φτώχειας και της σκληρότητας, δεν τον άγγιζε. Εκείνος μπορούσε να μαγεύεται από το θέαμα του νυχτερινού έναστρου ουρανού και από τις μοναχικές περιπλανήσεις του για το βάρβαρο κυνήγι των πουλιών, που ήταν η βασική ασχολία του κατά τη διάρκεια της ημέρας, να βιώνει τις θρησκευτικές παννυχίδες του καλοκαιριού και, κυρίως, να βυθίζεται στον ωκεανό της αγάπης που λάμβανε από εκείνους τους ανθρώπους.

Με τα δικά του λόγια: «Δεν με διαμόρφωσαν τα γράμματα και οι τέχνες, ό,τι είμαι το χρωστάω σε όσα έζησα, κυρίως σε όσα έζησα με την αδελφή μου. Τα εννιά καλοκαίρια στ’ αμπέλια έπαιξαν και αυτά σημαντικό ρόλο στη ζωή μου, όπως αναγνώρισα πολύ αργότερα. Εκείνο που τους χρωστάω κυρίως είναι ότι εκεί έχει τη ρίζα της μια ηθική επιλογή, που κάποτε πήρε και πολιτικά χαρακτηριστικά, ότι θα είμαι πάντα με τη μεριά των φτωχών και των αδικημένων». Και με τα λόγια του Ζοζέ Σαραμάγκου: «Σε όλη της διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας, κι επίσης τα πρώτα χρόνια της εφηβείας, αυτό το φτωχό και άξεστο χωριό, με τα θορυβώδη του σύνορα από νερό και πράσινο, με τα χαμηλά του σπίτια περιτριγυρισμένα από το ασημωμένο γκρίζο των ελαιώνων, κάποιες φορές να το ψήνει η λάβρα του καλοκαιριού, άλλες φορές να το διαπερνά η δολοφονική παγωνιά του χειμώνα ή να το πνίγουν οι φουσκονεριές που έμπαιναν μέσα, ήταν το λίκνο όπου ολοκληρώθηκε η εκκόλαψή μου, ο σάκος όπου το μικρό μαρσιποφόρο κούρνιασε για να γίνει άνθρωπος, σιωπηλός, μυστικός, αλληλέγγυος, αυτός που μπορούσε να γίνει».

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

48997401_1908319819217095_4476340840037351424_n

Σχολιάστε