Πρώτη φορά δε γύρισε το μεσημέρι
πρώτη φορά το βράδυ δε γύρισε
βάζω κατά νου μην τον περίμενε έξω από το σχολειό
ο Βάρναλης ο Παπατσώνης
η Μαρία Ράλλη ο Κοντόπουλος μη τον περίμεναν
δεν μπορώ να εξηγήσω τέτοια αργοπορία
κάπου θα ξεχάστηκαν απαγγέλλοντας ποιήματα
συζητώντας και καυγαδίζοντας κάπου θα νυχτώθηκαν
παίρνω τους δρόμους να ρωτήσω δάσκαλο κι επιστάτη
οι δρόμοι κουλουριάζονται γύρω μου φέρνω βόλτες
παίρνω το ραβδί βγάζω στη βοσκή
κουδούνια και πρόβατα, πεθαίνουν όλα τα πρόβατα
πεθαίνουν τα κουδούνια τα κουδούνια
στον αέρα χειρονομώ με το ραβδί μου
σ’ ένα ρολόι που θα δείχνει στον αιώνα
μία και δέκα μία και δέκα μία και δέκα μετρώ την ώρα
φέγγω ενώ καήκανε όλα τα κεριά
δεν φόρεσε και τον σταυρό του, ανησυχώ,
ξέχασε τη δραχμή για το κουλούρι του
το παράπονο θα τον έχει πάρει
ω πώς θα τον μαλώσω έτσι και φανεί απ’ την γωνιά
πώς θα τον αγκαλιάσω και θα τον μαλώσω
αυτό το φέρετρό του έσπασε τους ώμους μου
από δω και πέρα παιδί ξυπόλυτο
θα τον κουβαλώ στους ώμους μου
να τον πνίγω στα μούρα και στα κλήματα
.
σαν προβλήτα να τον σηκώνω ψηλά
όταν βουλιάζει ο κόσμος.
.
[Το ποίημα αυτό είναι το εικοστό τρίτο της ποιητικής συλλογής της Γιολάντας Πέγκλη «Φεβρουάριος», η οποία κυκλοφόρησε το 1978, χρονιά που πέθανε ο ποιητής Γιώργης Σαραντής στον οποίο και είναι αφιερωμένη]