Τίτος Πατρίκιος, Λυσιμελής πόθος [ποιήματα], εκδ. Κίχλη, 2014
Μπορεί οι παραλλαγές να είναι άπειρες, αλλά τα βασικά τουλάχιστον θέματα που απασχολούν τους ποιητές, από την εποχή του Ομήρου ήδη, μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα του ενός χεριού: είναι ο πόλεμος, ο θάνατος, ο έρωτας, η νοσταλγία και η ιστορία. Ο Τίτος Πατρίκιος, ένας ποιητής το έργο του οποίου αναπτύσσεται, μεταβάλλεται και διαμορφώνεται παράλληλα με την πολιτική του εμπειρία (αλλά και τη διαμορφώνει), δεν αποτελεί εξαίρεση. Κι αν από το σύνολο των ποιημάτων του δημιουργείται η εντύπωση πως κυρίαρχο θέμα της ποίησής του είναι η ιστορία (τα κοινά ιστορικά βιώματα των αριστερών της γενιάς του δηλαδή), με την ανθολόγηση που επιχειρεί ο ίδιος ο ποιητής στον «Λυσιμελή πόθο» ανατρέπει, ή έστω διορθώνει, αυτή την εικόνα. Γιατί βλέπουμε πως, χοντρικά υπολογίζοντας, τα ερωτικά του ποιήματα αποτελούν το ένα πέμπτο του συνολικού του έργου. Πόσο μάλλον αν σε αυτά συνυπολογίσουμε και ορισμένα ποιήματα που δεν έχουν περιληφθεί στην έκδοση: τα «Τρία ποιήματα για τη Ρένα», φερ’ ειπείν, ή η μικρή σύνθεση με τον τίτλο «Υμνώ το σώμα» από την τελευταία συλλογή του ποιητή. Ταυτόχρονα οδηγούμαστε να διακρίνουμε το ερωτικό στοιχείο και σε ποιήματα ή σε διατυπώσεις όπου αυτό δεν είναι εύκολα φανερό. Πρόχειρο παράδειγμα το ποίημα «Ένα γράμμα»: «Σαν ένα γράμμα έγινε η ζωή μας / με κάποιο μήνυμα πολύ σπουδαίο / που χάθηκαν μέσα στα κύματα τους πρόσφυγες / κι ο αποστολέας κι ο παραλήπτης».
Ο Τίτος Πατρίκιος εμφανίστηκε στα γράμματα, πολύ πρώιμα, το 1943· μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανούς, εξορίστηκε στη Μακρόνησο και στον Αϊ-Στράτη και εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, τον «Χωματόδρομο», σε ηλικία είκοσι έξι ετών, το 1954. Ένα μεγάλο μέρος των ερωτικών του ποιημάτων, αυτής και της επόμενης συλλογής του, αναφέρεται στα σκληρά βιώματα εκείνων των χρόνων της πέτρας, όπως τα έχει αποκαλέσει ο ίδιος. Σε αυτά τα ποιήματα ο έρωτας άλλοτε εμφανίζεται με τη μορφή της στέρησης και άλλοτε της πλήρωσης, άλλοτε αποτελεί μια λυτρωτική διέξοδο για τον εξόριστο νέο ποιητή και, κάποτε, μια πηγή ενοχών και προβληματισμού για τη θέση που μπορεί να έχει ο έρωτας στην οδυνηρή πραγματικότητα της εξορίας και στον αγώνα για την απελευθέρωση του ανθρώπου από την καταπίεση: «Ίσως περίμενες / να σου μιλήσω για τον έρωτά μου / μα το χαλάζι που έπεφτε στις στέγες / ήταν σαν τ’ άρβυλα των νεοσύλλεκτων / που τρέχουν για τη σύνταξη». Τελικά όμως το αίσθημα που υπερισχύει –και τότε και ως σήμερα στα ποιήματα του Τίτου Πατρίκιου– είναι η ευγνωμοσύνη για τη δωρεά του έρωτα και της ομορφιάς: «Ω, τα μαλλιά σου… / καθώς τα χτένιζες, άπλωνε γύρω μας / ένα δασάκι λεμονιές. / Λέγαμε: «Τι τα θέλει αυτά, μέσα στις πέτρες / και τ’ αλάτι που σφίγγεται η ζωή μας;» / Όμως κρυφά σ’ ευγνωμονούσαμε. / Και τράβαγε η ματιά μας νικημένη / του λαιμού σου την ανηφοριά / ώσπου χανότανε στα φωτεινά μαλλιά σου. / Κι όταν το βράδυ ανάβλυζαν απ’ το λευκό σου μαξιλάρι / και πλημμυρίζαν τους γυμνούς σου ώμους / εμείς το νιώθαμε / από τη μοναξιά μας που λιγόστευε».
Καθώς περνούν τα χρόνια και ο ποιητής –στα χρόνια της ασφάλτου πια– ωριμάζει, ηλικιακά, πολιτικά, ποιητικά και ερωτικά, ο ερωτικός του λόγος πλαταίνει και βαθαίνει: ο έρωτας δεν είναι πια μόνο βίωμα και συναίσθημα, αλλά γίνεται και μια έννοια προς στοχασμό που εντάσσεται τελικά στη γενική πολιτική βιοθεωρία και ηθική του ποιητή, γεγονός που τον προφυλάσσει και από την παγίδα της αισθηματολογίας και του μελοδραματισμού: «Η σάρκα μου / πάντα πονάει στα χτυπήματα / πάντοτε χαίρεται στα χάδια. / Ακόμα τίποτα δεν έμαθε». Επίσης βιώνεται και εκφράζεται πια ο έρωτας σε όλες του τις διαστάσεις: σαρκικός και πνευματικός, ως εξομολόγηση και ως ανάμνηση, ως βίωμα και ως φαντασίωση. Άλλοτε, συχνότατα, εντοπισμένος σε κάποια πόλη, στην Αθήνα, στη Ρώμη, στο Παρίσι, και άλλοτε εκτός τόπου και χρόνου. Άλλοτε ολοκληρωμένος και άλλοτε διαψευσμένος, εφήμερος και διαρκής, ρεαλιστικός και τρυφερός: «Ακόμα και του κορμιού σου το άρωμα γιατρεύει».
Πάντα όμως ισχυρότερος από οποιαδήποτε δύναμη δοκιμάζει να του αντιπαρατεθεί: «Κι η άκρη του νυχιού σου αν αγγίξει / το σοβαρό κι υπεύθυνο οπτικό πεδίο μου / είδωλα σπουδαία σαρώνονται μεμιάς». Γιατί ό,τι μένει στο τέλος από την ερωτική ποίηση του Τίτου Πατρίκιου είναι αυτή η ταύτιση του έρωτα με την ανθρωπινότητα, τη θεμελιώδη ιδιότητα του ανθρώπου, για την οποία ευθύς εξαρχής αγωνίστηκε ο ποιητής. Χάρη σε αυτή την ταύτιση ο έρωτας αποκτάει τη διάρκεια και την αντοχή που έχει ανάγκη ο άνθρωπος: «Η ομορφιά των γυναικών που άλλαξαν τη ζωή μας / βαθύτερα κι από εκατό επαναστάσεις / δεν χάνεται, δεν σβήνει με τα χρόνια».
[Πρώτη δημοσίευση στο Ανοιχτό βιβλίο της Εφημερίδας των συντακτών, 31 Μαΐου 2014]
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Μου αρέσει ο κ Τίτος Πατρίκιος όμως κι εσείς τον περιποιηθήκατε όπως το άξιζε.Εμένα με χαροποιήσατε γιατί εστιάσατε σε κάποιους στίχους που αγαπώ.
Βέβαια διάβαζα ένα άρθρο στο inteligent life για μία έρευνα σχετικά με το πως γίνεται και όλοι να αρέσουμε το ίδιο έργο ή μουσικό κομμάτι ή στίχο.Με βάσει την έρευνα δεν είναι τυχαίο.
Καλή σας ημέρα.Ευχαριστώ για τα εξαιρετικά άρθρα σας
Σας ευχαριστώ!