“Μια πόλη-καράβι, ένα πλεούμενο με δρόμους και κήπους μέσα
του, κι ακόμη κι η αύρα που φυσάει έχει τη γεύση αλμύρας.”
José CardosoPires
“Η Λισαβόνα είναι μια απέραντη βουερή σιωπή, τίποτε άλλο.”
José Saramago
Η μεγαλύτερη ηδονή είναι να έχεις μια φορά ταξιδέψει στη Λισαβόνα (ή στη Μαδρίτη, στο Βερολίνο, στην Περσία, στην Κίνα, στον καθένα από τους δύο Πόλους…),
να έχεις δηλαδή βαδίσει εκστατικός στους δρόμους και στις λεωφόρους της, να έχεις πιει ζεστό καφέ στα καφενεία της και κρύα λεμονάδα στις καντίνες της, να έχεις καθίσει εξαντλημένος στα βρόμικα σκαλοπάτια μιας επιβλητικής εκκλησίας κάπου στη μεσαιωνική συνοικία Alfama για να πάρεις μιαν ανάσα πριν συνεχίσεις τον ανήφορο ή να ‘χεις ξαπλώσει ανάσκελα επάνω στο γρασίδι στη δροσιά ενός κήπου με τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο στο χέρι (η ματιά μου γαλάζια σαν τον ουρανό ειν’ ήρεμη σαν το νερό κάτω από τον ήλιο), να έχεις ακούσει, πριν ακόμη εμφανιστεί από τη στροφή, τον θόρυβο που κάνει το τραμ κατηφορίζοντας τη RuadoLimoeiro, όπου limoeiro σημαίνει το λεμόνι, και να θυμάσαι τον José CardosoPires που έλεγε ότι τα πρωινά η Λισαβόνα μυρίζει λεμόνι, τα μπαρ της μυρίζουν λεμόνι και φρεσκοκαθαρισμένους πάγκους, κάτι που σημαίνει για μένα την έναρξη της ιεροτελεστίας του ποτού… είμαι, βλέπετε, morningdrinker!, να είδες μια φορά από την αποβάθρα καράβια να φεύγουν και καράβια να έρχονται μες στον γαλάζιο Τάγο, να έχεις κοιτάξει πολλή ώρα εκείνο το κορίτσι με τους γυμνούς ώμους και το στιλπνό μαύρο δέρμα που κάθεται στο διπλανό τραπέζι, να έχεις αδειάσει και να ‘χεις ξαναγεμίσει πολλές φορές το ποτήρι σου με λευκό παγωμένο κρασί σ’ ένα μικρό φτηνό εστιατόριο στη RuadeSaoJosé, να έχεις ακούσει πώς προφέρεται και τι, τέλος πάντων, πάει να πει η λέξη saudade, να τα γνωρίζεις όλα αυτά,
και να ξαναφεύγεις,
ν’ αφήνεις πρώτα να περάσουν ένας ή δύο μήνες από την επιστροφή στο σπίτι κι ύστερα να ξαναφεύγεις, για τον ίδιο ακριβώς προορισμό, και όλοι να απορούν και να ρωτάν να μάθουν, μα σε κανέναν να μην εξηγείς, γιατί κανείς έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να καταλάβει, όπως γίνεται πάντα, μόνο να ξαναφεύγεις,
όχι όμως προτού περάσουνε αυτοί οι δύο μήνες από την επιστροφή σου, γιατί η μνήμη, όπως ισχυρίζεται ο José Saramago, που ξέρει κι απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη αυτά της τα τερτίπια, είναι εύθικτη και τείνει πάντα να δένει τα κομμένα νήματα του χρόνου και να συμπληρώνει τα αφηγηματικά κενά αντλώντας όλη της την ευχαρίστηση από τη συνοχή και την αληθοφάνεια και όχι απ’ την αλήθεια, και πολύ σύντομα τα δύο ταξίδια θα καταλήξουν να συγχωνευθούν μες στο μυαλό σε μία και μόνο επίσκεψη,
μα ούτε πρέπει να περάσει και πολύς καιρός προτού κινήσεις άλλη μια φορά για τον ίδιο προορισμό, για να μην έχει περιθώριο η νοσταλγία με το θολό της και χρυσό επίχρισμα να αλλοιώσει το τοπίο ανεπανόρθωτα και να μπερδέψει τα γεγονότα και τις συναναστροφές,
και να επιστρέφεις γνωρίζοντας αυτή τη φορά πού θα προσπεράσεις βιαστικός και πού για μια στιγμή ή για μιαν ολόκληρη ζωή θα σταθείς, πού θα καθίσεις στις οχτώ η ώρα το πρωί για τον πρώτο καφέ της ημέρας ή σε ποιο υπαίθριο ζαχαροπλαστείο θα απολαύσεις ξανά στο στόμα την εξαίσια γεύση των pasteis· και όταν είναι η ώρα που μόνο θέλεις μόνος σου να περιπλανηθείς, να το κάνεις, σκόπιμα ξεχνώντας τους δρόμους και τις διαδρομές, για ν’ ανακουφίσεις κάπως τη μελαγχολία σου, για να – τυχαία – ανακαλύψεις την ατμόσφαιρα που βρήκε κάποτε εδώ ο Νικόλαος Κάλας αφήνοντας την εμπόλεμη Ευρώπη κι άλλαξε άλλη μια φορά τη ζωή του (ν’ ανοίγεις το βράδυ το παράθυρό σου και ν’ ακούς γνώριμους θορύβους· να περπατάς στους δρόμους και να μη βλέπεις αγωνία στα πρόσωπα· η Λισαβόνα μοιάζει με κήπο και όλα τα μάτια μοιάζουν με λουλούδια), γνωρίζοντας τώρα σε ποιον κήπο βρίσκονται τα ωραιότερα λουλούδια και σε ποια μάτια μέσα κυματίζουνε εξαίσια γαλάζια χορτάρια,
να επιστρέφεις έχοντας μες στο σακίδιο, στο σακίδιο που σε αυτήν ακριβώς την πόλη αγόρασες λίγες εβδομάδες νωρίτερα, το ίδιο καφέ σημειωματάριο και το ίδιο βιβλίο της LídiaJorge, Ο κήπος δίχως όρια, με τις ταλαιπωρημένες σελίδες και τα σημαδεμένα του περιθώρια (όχι πάλι για να το διαβάσεις, μα για να το κρατήσεις στο χέρι ψαύοντας συλλαβιστά τ’ αδιόρατα σημάδια που ο καιρός έγραψε πάνω του), και τον ίδιο χάρτη της πόλης που είναι λερωμένος και τσαλακωμένος και μεριές-μεριές ολότελα σκισμένος· αυτή τη φορά όμως να έχεις μαζί και το εξαίσιο βιβλίο του AntonioTabucchi, αφού είναι αυτό που στάθηκε η καθοριστική αιτία για τούτο το ταξίδι (ο Περέιρα ισχυρίζεται ότι τον γνώρισε μια μέρα του καλοκαιριού. Ήταν μια υπέροχη μέρα του καλοκαιριού, ηλιόλουστη και δροσερή, και η Λισαβόνα λαμποκοπούσε) και να ξέρεις ότι ξανά θα είναι λαμπερή και ηλιόλουστη και δροσερή και νέα και θα είναι πάντα η ίδια Λισαβόνα,
να τα γνωρίζεις όλα αυτά και να επιστρέφεις άλλη μια φορά στη Λισαβόνα,
για να πας πάλι στο Κέντρο Μοντέρνας Τέχνης José deAzeredoPerdigão και να ξαναδείς τα έργα του AmadeodeSouza–Cardoso που μια φορά είδες και όσα τότε δεν στάθηκε δυνατό, αυτού του πάντοτε νεαρού πορτογάλου καλλιτέχνη που αποτελεί περισσότερο απ’ οποιονδήποτε άλλον το εικαστικό ανάλογο του Pessoa, έτσι που στα ελάχιστα 30 χρόνια της ζωής του διέσχισε με άνεση δρομέα μεγάλων αποστάσεων όλες τις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα, από τον κυβισμό στο dada και από την αφαίρεση στον εξπρεσιονισμό και από εκεί στοχαστικά ακάθεκτος ως τον φουτουρισμό, από το Αμαράντε στη Λισαβόνα και από το Παρίσι πίσω στο Αμαράντε.
να επιστρέφεις στη Λισαβόνα, για να ξανανέβεις την AvenidadaLibertade από το δεξιό πάντα πεζοδρόμιο, κοιτάζοντας όμως στην απέναντι πλευρά της, όπως ένας ήρωας του Saramago που δεν μπορεί να καταλήξει ποιαν όψη της φαρδιάς λεωφόρου, με τα μεγάλα δεντροφυτεμένα παρτέρια και τα πολλά ξύλινα παγκάκια, όπου βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο οι άστεγοι και οι κουρασμένοι περιπατητές, προτιμάει από τις δύο και γι’ αυτό συνεχίζει να περπατάει, γνωρίζοντας την καίρια παρατήρηση του έμπειρου José CardosoPires, σύμφωνα με την οποία στη Λισαβόνα, όταν την περπατάμε βήμα το βήμα, υπάρχουν πολλά πράγματα ειδικά για να μας μπερδεύουν,
να επιστρέφεις στη Λισαβόνα, για να ξανακούσεις, κλείνοντας για μια στιγμή τα μάτια καθισμένος στο Café-PastelariaBenard’ ή στο ABrasileira με τον μπρούτζινο Pessoa απ’ έξω να πίνει το κρασάκι του ή ό,τι άλλο ζητάει η ώρα, ν’ ακούσεις πάλι τον περιπλανώμενο μουσικό που παίζει μία ξύλινη χαρούμενη φλογέρα και του λούστρου το δυνατό σφύριγμα λίγο πιο πέρα, το βουητό του δρόμου με τα παλιά λεωφορεία και τα τραμ, τους άγνωστους φθόγγους από τ’ άλλα τραπέζια που τραυματίζουν την αμάθητη ακοή και τη φωνή της να συλλαβίζει μες στον χάρτη γράμματα και ακανόνιστες γραμμές που οδηγούν στο θαύμα,
να επιστρέφεις στη Λισαβόνα, για να περάσεις ξανά, με το ίδιο πάντα βήμα, με το ίδιο πάντα δέος, την πόρτα του FernandoPessoa, στη RuaCoelhodaRocha 16-18, πατώντας πάνω στο προσωπικό του ωροσκόπιο που είναι αποτυπωμένο στο λιθοστρωμένο δάπεδο της εισόδου και κοιτάζοντας στα δεξιά την υπέροχη αφίσα με το μπλε βαθύ φόντο (FernandoPessoa, JamesJoyce – twowriters, twocities), και να σταθείς ξανά μπροστά στη βιβλιοθήκη του συλλαβίζοντας τους τίτλους και τους συγγραφείς, να κοιτάξεις το περίφημο πορτραίτο που του έφτιαξε ο AlmadaNegreiros το 1954, να αφηγηθείς ακόμη μια φορά την ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου που, στ’ αλήθεια αυτός, δεν είχε βιογραφία, είχε μόνο ιδιοφυΐα, να ξαναπείς τις φράσεις που εκείνος έγραψε, με το χέρι σου ακουμπισμένο στο πόμολο μιας πόρτας που δεν πρόκειται ν’ ανοίξει,
να επιστρέφεις στη Λισαβόνα, για να βρεθείς άλλη μια φορά στο HardRockCafé της πόλης, που είναι ίσως το ίδιο με όσα τέτοια βρίσκονται στον υπόλοιπο κόσμο μα ποτέ δεν είναι ακριβώς το ίδιο, και ν’ ακούσεις κοιτάζοντας συγχρόνως στη μεγάλη οθόνη τον BobDylan να τραγουδάει Tangledupinblue, πίνοντας τη μία παγωμένη margarita μετά την άλλη, και έτσι κάπως περιορίζεται η θλίψη για τη συναυλία του που εκείνη ακριβώς την ώρα γίνεται 300 χιλιόμετρα μακριά και είναι πια πολύ αργά για να προλάβεις,
ναι, να επιστρέφεις στη Λισαβόνα για να κατευθυνθείς άλλη μια φορά προς το Chiado και να ‘ναι πάλι μεσημέρι που καίει ο ήλιος από ψηλά, να περάσεις την πόρτα του μουσείου και να κοιτάξεις πάλι προσεκτικά και από κοντά τις ζωγραφιές του José deAlmadaNegreiros και πάλι να στοχαστείς τις σύντομες μέρες και τις μακριές νύχτες, όταν στα μικρά και βρεγμένα από τα ποτά τραπεζάκια των καφενείων αυτής ακριβώς της συνοικίας δημιουργήθηκε από τον AlmadaNegreiros, από τον FernandoPessoa και από τον ποιητή MáriodeSá Carneiro κάθε πορτογαλική πρωτοπορία και η ίδια ευτυχής σύμπτωση να σου ξαναφέρει στα χέρια τον μεγάλο κατάλογο της έκθεσης FURORDADA (η λύσσα του dada) που είχε παρουσιαστεί εδώ πριν από μερικά χρόνια με περισσότερα από 50 έργα του KurtSchwitters και, βέβαια, να τον ξαναγοράσεις,
να επιστρέφεις άλλη μια φορά στη Λισαβόνα, για να ξαναμπείς στο παλιό βιβλιοπωλείο SadaCosta ή στη LivrariaBertrand ή, ίσως, σε κείνο το μικρό γαλλικό βιβλιοπωλείο που βρίσκεται λίγο παρακάτω στην ίδια περιοχή, γνωρίζοντας πια όχι μόνο τον αντιφατικό εφευρέτη προσώπων FernandoPessoa και τον υπαρξιακά πολιτικό José Saramago και τον είρωνα χρονογράφο της Λισαβόνας José CardosoPires, αλλά και τον φιλελεύθερο δριμύ κριτικό νατουραλιστή του 19ου αιώνα EçadeQueirós και τον ανυπότακτο σύγχρονο ιεροεξεταστή AntónioLoboAntunes και τη στοχαστική ρεαλίστρια πεζογράφο LídiaJorge και τη μαχητικά ερωτική ποιήτρια MariaTerezaHorta και τον νεαρό κατασκευαστή καλλιτεχνικών πραγμάτωνJacintoLucasPires,
να επιστρέφεις στη Λισαβόνα για να κλειστείς μαζί της σ’ ένα μικρό δωμάτιο στον όγδοο όροφο ενός ξενοδοχείου, απέναντι από το ParquoEduardoVII, μ’ ένα μπουκάλι πόρτο και δυο μεγάλα ποτήρια στο ξύλινο κομοδίνο κι αφού φιλήσεις με παθιασμένη μεθοδικότητα και τρυφερή ανυπομονησία κάθε κόγχη και κάθε εσοχή του κορμιού της ν’ αποκοιμηθείς μέσα στην αγκαλιά της· η Λισαβόνα bynight με τις φαρδιές της φωτισμένες λεωφόρους και τα σκοτεινά λιθόστρωτα δρομάκια της μπορεί να περιμένει λίγο ακόμη,
να επιστρέφεις στη σύγχρονη Λισαβόνα και να ‘χεις πάλι στον νου σου τα λόγια του λόρδου Byron που χρονολογούνται από το 1809 κι ας μην ισχύουν πια ούτε στη γενική εικόνα τους ούτε στις λεπτομέρειές τους: “είμαι πανευτυχής επειδή μου αρέσουν τα πορτοκάλια, επειδή μιλάω σαν τους μοναχούς άσχημα λατινικά που τα καταλαβαίνουν γιατί μοιάζουν με τα δικά τους – και πηγαίνω εδώ κι εκεί (με τα πιστόλια μου στην τσέπη), και διασχίζω τον Τάγο κολυμπώντας, και ανεβαίνω στον γάιδαρο ή στο μουλάρι, και βρίζω στα πορτογαλικά, κι έχω πάθει διάρροια, και μ’ έχουν τσιμπήσει τα κουνούπια. Αλλά τι σημασία έχει; Όσοι πηγαίνουν ταξίδι αναψυχής δεν πρέπει ν’ αναζητούν την άνεση,
γιατί η μεγαλύτερη ηδονή είναι να έχεις μια φορά ταξιδέψει στη Λισαβόνα και να επιστρέφεις πάλι εκεί.
Είναι εκείνη που περνά μπροστά μου φτιαγμένη μόνο από σιωπή και ζέστη και μ’ ένα χαμόγελο στα μάτια. Παίρνω όρκο πως είναι χαμόγελο. Χαμόγελο. Και μια μέρα, θα σταματήσει στον δρόμο και θα μείνει πιο ακίνητη και από μια ακίνητη πέτρα και θα γυρίσει αργά – αργά προς το μέρος μου μ’ εκείνο το γεμάτο δύναμη πρόσωπο, αυτό το πρόσωπο που σαν να έχει τη δική του ζωή, κι εκείνη τη στιγμή πρέπει να είμαι εκεί για να την κοιτάξω στα μάτια. (Jacinto Lucas Pires)
Ευχαριστώ!
Είναι τόσο τπέροχο που μπορώ που να το ονομάσω ταξείδι.
Απλα θα αντικαταστήσω λέξεις κι ονόματα με άλλα ,από την άλλη πόλη ,αυτήν που εγώ αγάπησα .
Οι γωνιές και οι ανθρώποι απλοί και επώνυμυμοι καλλιτέχνες και μη αυτοί που σημαδεύουν ττην καρδια και την μνήμη αλλάζουν όνομα
Ευχαριστώ!
Είναι τόσο τπέροχο που μπορώ που να το ονομάσω ταξείδι.
Απλα θα αντικαταστήσω λέξεις κι ονόματα με άλλα ,από την άλλη πόλη ,αυτήν που εγώ αγάπησα .
Οι γωνιές και οι ανθρώποι απλοί και επώνυμυμοι καλλιτέχνες και μη αυτοί που σημαδεύουν ττην καρδια και την μνήμη αλλάζουν όνομα