Μισέλ Ουελμπέκ: Υπέρ του τρόμου, υπέρ του αλλόκοτου, υπέρ του Χ. Φ. Λάβκραφτ

Χωρίς τίτλο

Λίγα βιβλία μπορώ να συγκρίνω, όσον αφορά την αναγνωστική απόλαυση που μου προσφέρουν, με εκείνα τα ιδιότυπα, κατά κύριο λόγο, δοκίμια που ένας αγαπημένος μου συγγραφέας αφιερώνει σε έναν άλλο, επίσης αγαπημένο μου, συγγραφέα ή, γενικά, ένας καλός συγγραφέας σε έναν άλλο καλό συγγραφέα· η αγάπη μου για το δοκίμιο είναι, εξάλλου, πολύ παλιά και διαρκώς αυξανόμενη. Τα σχετικά παραδείγματα είναι ευτυχώς πάρα πολλά και δεν σκοπεύω να αντισταθώ στον ευχάριστο πειρασμό να θυμηθώ και να απαριθμήσω τα πιο αγαπημένα μου απ’ αυτά:

Ο Ελύτης για τον Εμπειρίκο («Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο»), ο Ζήσιμος Λορεντζάτος για τον Έζρα Πάουντ («Από την Πίζα στην Αθήνα: Η περίπτωση Πάουντ»), ο Κωστής Παπαγιώργης για τον Χρήστο Βακαλόπουλο («Γεια σου, Ασημάκη»), ο Αντρέ Ζιντ για τον Όσκαρ Ουάιλντ («Όσκαρ Ουάιλντ In memoriam»), ο Βοκκάκιος για τον Δάντη («Η ζωή του Δάντη»), ο Παντελής Πρεβελάκης για τον Καζαντζάκη («Ο ποιητής και το ποίημα της Οδύσσειας»), ο Χένρι Μίλερ για τον Ρεμπώ («Η εποχή των δολοφόνων»), ο Τζούλιαν Μπαρνς για τον Φλωμπέρ («Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ»), ο Ανδρέας Καραντώνης για τον Παπαδίτσα («Προσωπικό, Μελέτη για την ποίηση του Δ.Π. Παπαδίτσα») κλπ κλπ.

Αυτό που περισσότερο απ’ όλα με συναρπάζει σε αυτού του είδους τις μονογραφίες (εκτός βέβαια από τη σπάνια, όπως και να το κάνουμε, συνάντηση δύο μεγάλων δημιουργών στο πλαίσιο ενός και μόνο βιβλίου) είναι η ιδιοτυπία της γραφής και της σύνθεσης που διακρίνει τα πιο πολλά απ’ αυτά, καθώς συχνά ισορροπούν μεταξύ κριτικού και στοχαστικού δοκιμίου, βιογραφίας και μαρτυρίας, επιστολής και απομνημονεύματος. Ιδού πως περιγράφει αυτό το μικτό και εξαίσιο είδος ο Στήβεν Κινγκ αναφερόμενος στο πιο πρόσφατο αυτού του τύπου βιβλίο που διάβασα: «ένας αξιοπρόσεκτος συνδυασμός κριτικού στοχασμού, ένθερμης συνηγορίας και καλοπροαίρετης βιογραφίας –ένα είδος λόγιας ερωτικής επιστολής– και ίσως ένα εντελώς πρωτότυπο αυθεντικό ραβασάκι εμπνευσμένο από έναν πνευματικό έρωτα».

* * *

Πρόκειται, φυσικά, για το δοκίμιο του Μισέλ Ουελμπέκ «Χ.Φ. Λάβκραφτ: Εναντίον του κόσμου, εναντίον της ζωής» που με εκτενή εισαγωγή του Στήβεν Κινγκ κυκλοφορεί από το Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», όπως και τα υπόλοιπα βιβλία του Γάλλου συγγραφέα. Ο Ουελμπέκ δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα, την «Επέκταση του πεδίου της πάλης», το 1994, ενώ το δοκίμιό του για τον Λάβκραφτ εμφανίστηκε στα βιβλιοπωλεία τρία χρόνια νωρίτερα – ο ίδιος μάλιστα ο συγγραφέας του, κρίνοντας εκ των υστέρων, θεωρεί κατά κάποιο τρόπο αυτό το βιβλίο ως το πρώτο του μυθιστόρημα, μυθιστόρημα με έναν μόνο ήρωα, όπως λέει. Και πράγματι διαβάζοντας το βιβλίο ο υποψιασμένος αναγνώστης εισάγεται για τα καλά στο μυθιστορηματικό σύμπαν όχι μόνο του Λάβκραφτ αλλά και του ίδιου του Ουελμπέκ.

Αυτό ακριβώς το γεγονός, η ταυτόχρονη είσοδος και περιπλάνηση του αναγνώστη στον κόσμο δύο συγγραφέων, είναι άλλη μία μεγάλη πηγή απόλαυσης αυτών των βιβλίων και το σύντομο βιβλίο του Ουελμπέκ για τον Χ.Φ. Λάβκραφτ είναι, ίσως, το καλύτερο δείγμα του είδους: το διαβάζει με το ίδιο όφελος και την ίδια ευχαρίστηση τόσο ο αναγνώστης που δεν γνωρίζει το έργο του Ουελμπέκ και ενδιαφέρεται μόνο για τον Λάβκραφτ, όσο και ο αναγνώστης που δεν νοιάζεται παρά για το έργο του Γάλλου μυθιστοριογράφου και «υποχρεώνεται» να μάθει και τον Αμερικανό μετρ του τρόμου και του αλλόκοτου. Διαβάζοντας φράσεις (όχι και τόσο πρωτότυπες, είναι η αλήθεια) σαν τις ακόλουθες δύσκολα μπορεί να πει κανείς αν αφορούν περισσότερο τον Λάβκραφτ ή τον Ουελμπέκ:

«Λίγα πλάσματα ίσως έχουν διαποτιστεί σε τέτοιο βαθμό με την ιδέα, έχουν αφομοιώσει μέχρι το μεδούλι τους την πεποίθηση ότι κάθε ανθρώπινη προσπάθεια ισούται με το απόλυτο μηδέν. Το σύμπαν δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια μάταιη διάταξη στοιχειωδών σωματιδίων. Μια μεταβατική μορφή στην πορεία προς το χάος. Που στο τέλος θα υπερισχύσει. Το ανθρώπινο γένος θα αφανιστεί. Άλλα γένη θα εμφανιστούν, για να αφανιστούν κι αυτά με τη σειρά τους. Στους παγωμένους και άδειους ουρανούς θα τρεμοπαίζει μόνο το φως ημιθανών αστέρων. Που κι αυτοί θα αφανιστούν. Τίποτα δεν θα μείνει. Και οι ανθρώπινες πράξεις είναι τόσο ελεύθερες, τόσο κενές σημασίας όσο οι ελεύθερες κινήσεις των στοιχειωδών σωματιδίων. Το καλό, το κακό, η ηθική, τα συναισθήματα; “Βικτωριανά μυθεύματα” και τίποτα περισσότερο. Το μόνο που υπάρχει είναι ο εγωισμός. Παγερός, ακέραιος, απαστράπτων.»

Η ζωή, το σύμπαν ολόκληρο, δεν έχει κανένα νόημα. Ο θάνατος, επίσης, δεν έχει κανένα νόημα, δεν εκπληρώνει κανένα πεπρωμένο, δεν χαρίζει καμία ανακούφιση, δεν οδηγεί σε κανένα συμπέρασμα. Η ανθρωπότητα προκαλεί την αποστροφή και την αηδία και δεν της αξίζει παρά η βαθιά μας περιφρόνηση, αν όχι το μίσος. Από τέτοιες διαπιστώσεις εκκινώντας και γεμάτος από έναν ενστικτώδη φόβο για τη σύγχρονη κοινωνία και ένα έντονο ρατσιστικό μίσος για κάθε διαφορετικό ανθρώπινο πλάσμα κατάφερε ο Χ. Φ. Λάβκραφτ τούτο το παράδοξο, να δημιουργήσει ένα μοναδικό λογοτεχνικό έργο που επιβάλλεται τόσο με την επινοητική του δύναμη και το ποιητικό του ύφος όσο και με τον υπαρξιακό τρόμο που ενσταλάζει στην ψυχή του αναγνώστη. Γιατί ο Λάβκραφτ κατόρθωσε, σύμφωνα με τη διατύπωση του Ουελμπέκ, «να μετατρέψει την αηδία του για τη ζωή σε μια δραστική εχθρότητα», ό,τι περίπου κάνει και ο ίδιος ο Γάλλος συγγραφέας δηλαδή.

«Έχω τόσο απαυδήσει με την ανθρωπότητα και τον κόσμο», λέει ο Αμερικανός συγγραφέας, «ώστε δεν με ενδιαφέρει τίποτε άλλο, εκτός κι αν πρόκειται για δύο τουλάχιστον φόνους ανά σελίδα ή για την ακατανόμαστη και ακαταλόγιστη φρίκη που έρχεται από μακρινούς κόσμους».

Κι όμως, ό,τι κι αν λέει ο ίδιος, στην πραγματικότητα η φρίκη του Λάβκραφτ δεν προέρχεται από άλλους κόσμους. Το υλικό του είναι η απεχθής του πραγματικότητα όπως μεταμορφωνόταν στα όνειρά του, τα οποία αποτελούσαν, άλλωστε, κεντρική πηγή πολλών ιστοριών του. Γράφει γι’ αυτόν, αλλού, ο Μάκης Πανώριος: «Ο εισβολέας του Λάβκραφτ είναι τα τέρατα της καθημερινότητας, τα οποία στο έρημο, άδειο και θλιβερό του σύμπαν, πήραν αυτό ακριβώς που τους έδωσε η στοιχειωμένη φαντασία του συγγραφέα τους: διαστάσεις τεράτων». Μπορεί, λοιπόν, ο συγγραφέας του αλλόκοτου να αρνείται το παρόν και την καθημερινότητα, η ζωή όμως τον εκδικείται επιστρέφοντας στη φαντασία του παραμορφωμένη και ακόμη πιο τρομακτική.

Ο Ουελμπέκ επίσης αρνείται, ξεκινώντας να γράφει το δοκίμιό του για τον Λάβκραφτ, την αναπαράσταση της καθημερινότητας και της πραγματικότητας και απερίφραστα καταδικάζει το ρεαλιστικό μυθιστόρημα – με την ίδια σφοδρότητα, από άλλη όμως αφετηρία, που το καταδίκαζε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και ο Μπρετόν όταν έγραφε: «Η ρεαλιστική στάση, εμπνευσμένη από τον θετικισμό, από τον Άγιο Θωμά ως τον Ανατόλ Φρανς, μου φαίνεται εχθρική προς κάθε πτήση διανοητική και ηθική. Με τρομάζει γιατί είναι καμωμένη από μετριότητα, από μίσος και επίπεδη αυτάρκεια».

Έτσι περίπου κι ο Ουελμπέκ: «Η ζωή είναι γεμάτη πόνο και απογοήτευση. Σε τι ωφελεί λοιπόν να γράφει κανείς καινούργια ρεαλιστικά μυθιστορήματα; Ζούμε σε μια πραγματικότητα όπου γνωρίζουμε, σε γενικές γραμμές, τι έχει και τι δεν έχει σημασία· αυτό μας αρκεί, κι έτσι δεν έχουμε καμιά όρεξη να μάθουμε περισσότερα. Η ανθρωπότητα, έτσι όπως είναι, μας προκαλεί πια μόνο ένα χλιαρό ενδιαφέρον. Όλες αυτές οι λεπτοδουλεμένες “αναπαραστάσεις”, όλες οι “καταστάσεις”, όλες οι μικρές ανθρώπινες ιστορίες… δεν είναι ικανές να μας γλιτώσουν, όταν κλείσουμε το βιβλίο, από ένα αίσθημα ελαφριάς αηδίας – αίσθημα που μπορεί, εξάλλου, να μας εξασφαλίσει αρκούντως μια οποιαδήποτε μέρα “πραγματικής ζωής”».

Κι όμως το έργο του Μισέλ Ουελμπέκ θα μείνει στην ιστορία της λογοτεχνίας, δεν έχω καμιά αμφιβολία γι’ αυτό, ως η πιστότερη, ίσως, αναπαράσταση του κόσμου μας, του κόσμου των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα. Με τον ίδιο τρόπο που ο Ντίκενς και ο Μπαλζάκ, η Τζέιν Ώστεν και ο Ντ. Χ. Λώρενς είναι οι αψευδέστεροι μάρτυρες της εποχής τους, ανεξάρτητα ίσως κι από τις προθέσεις τους, έτσι και ο Ουελμπέκ έχει κατορθώσει να δώσει την πληρέστερη και εναργέστερη εικόνα του ανθρώπου της εποχής μας, ημών των ιδίων με άλλα λόγια. Εκεί οφείλονται ενδεχομένως και οι ποικίλες αρνητικές αντιδράσεις που έχει κατά καιρούς προκαλέσει το έργο του.

Όχι, ωστόσο, και το εν λόγω δοκίμιό του, για το οποίο μόνο καλές κριτικές έχουν υπάρξει.

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Σάρωση_20160521

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s