Τζόναθαν Λέθεμ, Όπλο μετά μουσικής (μτφ. Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης), εκδ. Ελληνικά γράμματα, 2009
Σε ένα μεγάλο ποσοστό η απόλαυση που προσφέρει η ανάγνωση των έργων του Ρέιμοντ Τσάντλερ οφείλεται στην ποίηση και στο χιούμορ που διατρέχουν κάθε σχεδόν παράγραφο των βιβλίων του και κυρίως τις εκπληκτικές του παρομοιώσεις. Διαβάζουμε, ας πούμε, στο δεύτερο κεφάλαιο του μυθιστορήματος Πλέιμπακ: «Το τρένο από την Ουάσινγκτον ήρθε στην ώρα του, όπως έρχεται πάντα, και το αντικείμενο της παρακολούθησής μου ήταν τόσο εύκολο να το εντοπίσω όσο θα ήταν κι ένα καγκουρό με κοστούμι και γραβάτα». Ο αμερικανός συγγραφέας Τζόναθαν Λέθεμ (γεννημένος το 1964), στο πρώτο του βιβλίο Όπλο μετά μουσικής που κυκλοφόρησε στα αγγλικά το 1994 και μεταφρασμένο σε ρέοντα και ταιριαστά ελληνικά από τον Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη, φαντάζεται έναν κόσμο στον οποίο μια τέτοια περιγραφή δεν θα αποτελούσε παρομοίωση, αλλά θα κυριολεκτούσε.
Δημιουργεί δηλαδή στις σελίδες του βιβλίου του έναν όχι και τόσο μελλοντικό κόσμο στον οποίο τα «εξελιγμένα» ζώα (όπως τα καγκουρό) έχουν ανθρώπινη νοημοσύνη και συμπεριφορά, αν και συνεχίζουν από κάποιους αδιόρθωτους ρατσιστές να θεωρούνται κατώτερο είδος. Όπου η παιδική ηλικία και οι δυσκολίες που αυτή συνεπάγεται για τους γονείς έχουν εξαλειφθεί και τα βρέφη υφίστανται μια θεραπεία ανάπτυξης που τα μετατρέπει σε «μωροκέφαλους», σε παιδιά δηλαδή με παραμορφωμένα σωματικά χαρακτηριστικά και μυαλό προβληματικού ενηλίκου. Ενώ οι ενήλικες χρησιμοποιούν μονίμως και νομίμως διάφορες ψυχοδραστικές ουσίες σμιλεύοντας με αυτόν τον τρόπο την ψυχική τους διάθεση κατά βούληση (με τον βασανιστικό εθισμό και την εξάρτηση από τον κρατικό προμηθευτή εξασφαλισμένα μετά από λίγες μόνο χρήσεις) και οι εραστές ανταλλάσσουν ερωτογενείς ζώνες μεταξύ τους, χάριν ποικιλίας και πειραματισμού, με τον υπαρκτό πάντα κίνδυνο ο ένας από τους δύο να εξαφανιστεί προτού φροντίσουν να επανέλθουν στην προτέρα φυσιολογική τους κατάσταση.
Είναι ένας κόσμος όπου οι εφημερίδες δεν έχουν καθόλου κείμενο αλλά μόνο εικόνες και το ραδιόφωνο μεταδίδει μόνο μουσικές ειδήσεις χωρίς λόγια· χαρούμενη μουσική για τα ευχάριστα νέα, βαριά και κατηφή μουσική για τα δυσάρεστα – αντιστοίχως, εννοείται, λειτουργεί και η τηλεόραση. Κι όμως σε αυτόν τον τρομακτικό, αλλά πάντως όχι ασύλληπτο από τον μυαλό μας, κόσμο όπου τα πάντα βρίσκονται υπό τον διαρκή και ασφυκτικό έλεγχο του Γραφείου των Εξεταστών, του οποίου απώτερο στόχο αποτελεί η ολοκληρωτική εξάλειψη κάθε ανθρώπινης συνομιλίας και επαφής, υπάρχουν λίγοι άνθρωποι που συνεχίζουν, με κίνδυνο της προσωπικής τους ευημερίας και της ζωής τους βέβαια, να θυμούνται και να νοιάζονται για έννοιες όπως η δικαιοσύνη και η αλήθεια, η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά. Και όταν ένας άνθρωπος κατηγορείται άδικα για έναν φόνο που δεν διέπραξε, ενώ ένας γκάγκστερ κυκλοφορεί και εγκληματεί ελεύθερα, υπό την προστατευτική εννοείται ασπίδα της αστυνομίας, δεν μπορούν να μείνουν αμέτοχοι και να προσποιηθούν πως δεν τους ενδιαφέρει. Μπορεί να χρεώνουν εφτακόσια δολάρια την ημέρα, αλλά γι’ αυτά τα χρήματα και για τη νεφελώδη έννοια της δικαιοσύνης, είναι πρόθυμοι να διακινδυνεύσουν το τομάρι τους.
Ένας τέτοιος μυστήριος άνθρωπος ήταν, κατά το παρελθόν, ο Φίλιπ Μάρλοου, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που δημιούργησε ο Ρέιμοντ Τσάντλερ (και ο οποίος χρέωνε είκοσι πέντε μόλις δολάρια την ημέρα)· διαβάζουμε φερ’ ειπείν στον Μεγάλο αποχαιρετισμό: «Είμαι αισθηματίας. Ακούω μέσα στη νύχτα κάποιον να φωνάζει βοήθεια και τρέχω να δω τι συμβαίνει. Δεν βγάζεις λεφτά έτσι. Άμα έχεις μυαλό, σφαλίζεις τα παράθυρά σου και δυναμώνεις τον ήχο στην τηλεόραση. Ή πατάς το γκάζι και χάνεσαι από κει πέρα. Κοιτάς να κρατηθείς μακριά απ’ τους μπελάδες των τρίτων. Γιατί την πληρώνεις κι εσύ άμα ανακατευτείς». Ο πρώην αστυνομικός και νυν ιδιωτικός εξεταστής Κόνραντ Μέτκαλφ, που εμφανίζεται στο βιβλίο του Τζόναθαμ Λέθεμ, είναι απ’ αυτήν ακριβώς τη στόφα πλασμένος: «Μες στη σκοτεινιά, ασυνάρτητα πλάσματα όδευαν προς μοναχικούς προορισμούς, προς μοναχικά δωμάτια ξενοδοχείων, προς ραντεβού με το θάνατο. Κανείς δεν σταμάτησε ποτέ τα πλάσματα αυτά για να τα ρωτήσει πού πηγαίνουν – κανείς δεν ήθελε να ξέρει. Κανείς, εκτός από μένα: το πλάσμα που έκανε ερωτήσεις, το πιο ποταπό πλάσμα απ’ όλα».
Με τα υλικά αυτά, έναν εφιαλτικό κόσμο που δεν μοιάζει καθόλου φανταστικός και έναν κυνικό και ταυτόχρονα ιδεαλιστή ντετέκτιβ, χτίζει ο συγγραφέας το βιβλίο του δημιουργώντας ένα απολύτως επιτυχημένο κράμα παραδοσιακής αστυνομικής λογοτεχνίας και επιστημονικής φαντασίας, γεμάτο χιούμορ και σαρκασμό, γεμάτο απελπισμένη τρυφερότητα και ανησυχητικά μηνύματα για το μέλλον – ένα απολαυστικό και ερεθιστικό ανάγνωσμα από πολλές απόψεις.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος