Εύα Στάμου, Η επίσκεψη, εκδ. Αρμός
Ενδεχομένως να μην είμαι το πιο κατάλληλο πρόσωπο για να μιλήσει για μια συλλογή διηγημάτων, γιατί το διήγημα ως είδος δεν είναι πολύ αγαπημένο μου κι έτσι είμαι, θα έλεγα, ένας δύσκολος αναγνώστης. Τώρα βέβαια είναι πια αργά για να κάνω πίσω, οπότε ας προσπαθήσω να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα και, κυρίως, να εξηγήσω τι ήταν αυτό στα διηγήματα της Εύας Στάμου που με έκανε να συνεχίσω να τα διαβάζω και μάλιστα να τα ξαναδιαβάσω και να τα σκεφτώ προσεκτικά ενόψει της σημερινής περίστασης.
Φυσικά διαβάζω και αγαπώ τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού, του Δημήτρη Χατζή, του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου ή του Τσέχωφ και του Ρέιμοντ Κάρβερ. Η κρίσιμη διαφορά μεταξύ αυτών των διηγηματογράφων και των συγχρόνων μας είναι ότι έχουμε το σύνολο του έργου των πρώτων κι έτσι κάθε νέο διήγημά τους που διαβάζουμε βρίσκει τη θέση του αυτομάτως στο σύμπαν του συγγραφέα που ήδη γνωρίζουμε, ενώ ένας σύγχρονός μας διηγηματογράφος μάς συστήνεται, κατά κάποιον τρόπο, και προσπαθεί να μας κερδίσει κάθε φορά απ’ την αρχή. Κερδίζουν βέβαια οι συγκαιρινοί μας δημιουργοί στη θεματική των ιστοριών τους, καθώς η διηγηματογραφία μας, σε αντίθεση με τα περισσότερα ελληνικά μυθιστορήματα των τελευταίων δεκαετιών, καταπιάνεται με το σήμερα και όχι πια με τον Εμφύλιο και την καταστροφή της Σμύρνης.
Ας δούμε λοιπόν, ακροθιγώς έστω, για ποιο πράγμα γράφει η Εύα Στάμου στην Επίσκεψη, κι ύστερα πώς γράφει και για ποιον λόγο γράφει, ποια είναι η πρόθεσή της – όσο τουλάχιστον μπορούμε να το καταλάβουμε αυτό το τελευταίο. Ξεκινάω με δυο κουβέντες για καθένα από τα δεκαέξι διηγήματα της συλλογής, χωρίς εννοείται να αποκαλύψω λεπτομέρειες της πλοκής τους.
Οι «Γλυκές γεύσεις» μιλάνε για τη δύσκολη συμβίωση μιας γυναίκας σαράντα δύο ετών με τη μητέρα της, σε μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδας, που σταδιακά βυθίζεται στη στασιμότητα και την κατάθλιψη. Ένα διήγημα που ξαφνιάζει τον αναγνώστη καθώς στο τέλος παίρνει χαρακτηριστικά αστυνομικής ιστορίας. Στο, τελικά χιουμοριστικό, διήγημα με τον τίτλο «Κόσερ» μια γυναίκα απατάει τον σύντροφό της, αλλά όπως αποδεικνύεται δεν είναι αυτό το χειρότερο πλήγμα που του επιφέρει.
Στις «Ανέπαφες συναλλαγές» μια γυναίκα αποφασίζει ή καταλήγει να μείνει μόνη προκειμένου ν’ αποφύγει τις απώλειες. Διαβάζω την αρχή του διηγήματος: «Είχε καταλάβει σε νεαρή ηλικία ότι η ζωή δεν ήταν παρά μία σειρά από απώλειες. Πριν βυθιστείς στην ανυπαρξία έχανες σταδιακά όλα όσα είχες αγαπήσει, όχι μόνο ανθρώπους που είχαν καθορίσει το είναι σου, μα και ταλέντα, δυνάμεις, δεξιότητες, κάποιες φορές ακόμα και την ίδια σου τη μνήμη – στην περίπτωση αυτή έφευγες από τον κόσμο χωρίς να μπορείς να ξαναπαίξεις στο μυαλό σκηνές από την ταινία της ζωής σου. γνωρίζοντας ότι δεν θα είχε το σθένος να αντέξει τα χτυπήματα, συνειδητοποιώντας πως δεν ήταν φτιαγμένη από ανθεκτικά υλικά, πήρε την απόφαση να μην δημιουργήσει ποτέ στενές επαφές». Προ καραντίνας αυτά.
Στο διήγημα «Ελλάδα-Αλβανία» εξιστορείται η σύντομη ερωτική σχέση μιας εύπορης και τακτοποιημένης Ελληνίδας με έναν νεότερό της Αλβανό, όπου δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι η καταγωγή του ή η συγκεκριμένη συμπεριφορά του αυτή που θα οδηγήσει τη σχέση τους στην κατάληξή της. Οι «Βροχερές μέρες» αποτελούν, κατά κάποιον τρόπο, μια ήπια σάτιρα του λογοτεχνικού σιναφιού, αφηγούμενες ένα εικοσιτετράωρο από τη ζωή μιας συγγραφέως, ενώ στο επόμενο διήγημα, την «Τέλεια γυναίκα», παρουσιάζεται η επίδραση της τελειότητας στις ζωές των άλλων και αποδεικνύεται, επίσης, πως κανείς δεν είναι τέλειος. Στις «Κούκλες» μιλάει μια γυναίκα που έχει αυτοβούλως οδηγηθεί στην απομόνωση και τη βουλιμία και στο τελευταίο διήγημα του πρώτου μέρους, το «Χωρίς αποσκευές» μια γυναίκα φεύγει από έναν κακοποιητικό γάμο, βρίσκοντας καταφύγιο σε έναν άλλο άντρα για τον οποίο δεν γνωρίζει ωστόσο τίποτα.
Αυτά είναι τα οκτώ διηγήματα του πρώτου μέρους του βιβλίου. Κοινό τους χαρακτηριστικό είναι ότι έχουν όλα, είτε η αφήγησή τους είναι πρωτοπρόσωπη είτε τριτοπρόσωπη, γυναίκες πρωταγωνίστριες, κάτι που δεν ισχύει σ’ αυτά του δεύτερου μέρους. Το κοινό στοιχείο εκείνων είναι ο τόπος όπου εκτυλίσσονται, που είναι ένα μη κατονομαζόμενο ελληνικό νησί που δέχεται πρόσφυγες· οι ήρωες αυτών των ιστοριών συνδέονται όλοι, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, με τα Κέντρα Φιλοξενίας προσφύγων, είτε είναι διασώστες ξένων αποστολών είτε ψυχολόγοι σε αυτά, μεταφραστές, πρόσφυγες, οδηγοί ταξί του νησιού.
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, πάντως, πρόκειται για πρόσωπα που δυσκολεύονται να βρουν μια θέση στη ζωή, που δυσκολεύονται να ενσωματωθούν στο περιβάλλον τους και, έτσι, συχνά οδηγούνται στη φυγή, πληρώνοντας το τίμημα της μοναξιάς και της περιπλάνησης, της απομόνωσης και της ρευστότητας και αστάθειας της ταυτότητάς τους. Πρόσωπα οικεία και καθημερινά, είτε τα βρίσκουμε σε μια γειτονιά της πόλης μας είτε σ’ ένα προσφυγικό χοτ σποτ, που εξελίσσονται στο πλαίσιο της αφήγησης και μετακινούνται σε μία ευρεία κλίμακα συναισθημάτων και συμπεριφορών.
Όλα αυτά δίνονται από την Εύα Στάμου με ψυχογραφική διεισδυτικότητα και κοινωνική οξυδέρκεια· η συγγραφέας παρατηρεί σαν θεατής τις ιστορίες των ηρώων της, χωρίς κριτική διάθεση, χωρίς διδακτισμό και χωρίς συναισθηματολογία – που είναι μια από τις μεγάλες πληγές της σύγχρονης λογοτεχνίας μας. Με γλώσσα απλή και ανεπιτήδευτη, τη γλώσσα των ηρώων της συχνά, αλλά με μεγάλη πάντα λεκτική ακρίβεια και αφηγηματική ρεαλιστικότητα, αφήνει στον αναγνώστη ελεύθερο πεδίο να κρίνει ο ίδιος όσα διαβάζει και να καταλάβει έτσι τόσο τους γύρω του όσο και τον εαυτό του.
Γιατί αυτό είναι που θέλει να κάνει η συγγραφέας. Να βοηθήσει τον αναγνώστη -και τον εαυτό της τον ίδιο, ενδεχομένως- να δει την πραγματικότητα τέτοια που είναι. Τα ζητήματα που κυρίως την απασχολούν, ζητήματα έμφυλων σχέσεων, ζητήματα σεξουαλικής και εθνικής ταυτότητας, ζητήματα κοινωνικά, έχουν την τάση να παρερμηνεύονται, να διαβάζονται λανθασμένα και προκατειλημμένα, να διατηρούν αθέατες όψεις. Η πεζογραφία της Εύας Στάμου επιχειρεί να τα αποκαλύψει στα μάτια του αναγνώστη, να τα δείξει στις σωστές τους διαστάσεις, να τραβήξει από μπροστά τους το πέπλο που τα παραμορφώνει και τα κρύβει. Νομίζω το πετυχαίνει.
[το κείμενο διαβάστηκε κατά την παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων στις 15 Φεβρουαρίου 2023]
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος