
Vesa Lahti, Το φως ξεχύνεται κάτω απ’ το νύχι [ποιήματα], μετάφραση από τα φινλανδικά Βίκυ Αλυσσανδράκη, εκδόσεις Σαιξπηρικόν
Λίγο καιρό πριν απ’ τον θάνατό του, ο μεγάλος Αμερικανός κριτικός και συγγραφέας Έντμουντ Γουίλσον (1895-1972), γνωρίζοντας ήδη ότι το τέλος του είναι κοντά, προσέλαβε κάποιον για να του διδάξει την ουγγρική γλώσσα. «Έμαθα ότι υπάρχουν κάποιοι Ούγγροι ποιητές τόσο μεγάλοι όσο ο Πούσκιν και ο Κιτς», εξήγησε. «Θέλω να τους ξέρω!» Αλίμονο όμως, αν κάτι ξέρουμε στα σίγουρα είναι ότι κανείς ποτέ δεν θα μπορέσει να διαβάσει όλους τους ποιητές. Ίλιγγος και θλίψη με πιάνει κάθε φορά που σκέφτομαι πόσες χιλιάδες σημαντικά έργα έχουν γραφτεί σε γλώσσες που ποτέ δεν θα καταφέρω να διαβάσω· όποτε όμως πέφτω πάνω σε κάποιο βιβλίο που έχει φέρει στη γλώσσα μου έναν εντελώς άγνωστό μου δημιουργό, αισθάνομαι τεράστια ευγνωμοσύνη προς όλους τους μεταφραστές. Ιδίως όταν πρόκειται για μετάφραση από μια γλώσσα της οποίας τα ποιητικά κατορθώματα ελάχιστα γνωρίζουμε.
Ο Βέσα Λάχτι είναι ένας από αυτούς τους ποιητές. Φινλανδός, γεννημένος το 1954, μεταφραστής ο ίδιος και μελετητής της μετάφρασης και, φυσικά, εντελώς άγνωστος στην Ελλάδα, εκτός από λίγα ποιήματα της πιο πρόσφατης συλλογής του τα οποία παρουσίασε πέρυσι στα ελληνικά ο Βασίλης Παπαγεωργίου. Τίτλος εκείνης της συλλογής: Τραγούδησε για μένα, τρυποφράχτη! Τίτλος της προηγούμενης ποιητικής συλλογής του, την οποία φέτος μετέφρασε από τα φινλανδικά η Βίκυ Αλυσσανδράκη: Το φως ξεχύνεται κάτω απ’ το νύχι. Οι δυο τίτλοι αρκούν, θα λέγαμε με μια δόση υπερβολής, για να σχεδιάσουν της τέχνης του την περιοχή, κατά το καβαφικό λεγόμενο: το φως, τα πουλιά και οι φωνές τους, ο διάλογος με τη φύση, το ερωτικό και βίαιο νύχι.
Ο στίχος για το φως, εξάλλου, δεν έχει χρησιμοποιηθεί προφανώς τυχαία ως τίτλος του βιβλίου· γιατί το φως είναι ένα από τα στοιχεία που με διάφορες μορφές και διαφορετικά αποτελέσματα εμφανίζεται ξανά και ξανά στα, ως επί το πλείστον, ολιγόστιχα και λιτά ποιήματα της συλλογής. Ισχυρό το φως, διαβάζουμε σ’ ένα απ’ αυτά ή Ο ήλιος αλάτι στις πληγές μου. Και αλλού: Το φως διαχέεται / στο δέρμα του πεύκου / ολιγωρεί, γεύεται το άρωμα του ρετσινιού. Παρακάτω: Το φως κουδουνίζει στους κρυστάλλους του πάγου. Ακόμα και τη νύχτα το φως είναι αυτό που κυριαρχεί: Ένα εκτυφλωτικό σεληνόφως / στη χειμωνιάτικη τζαμαρία.
Όλη η συλλογή μοιάζει να είναι ένας ήρεμος διάλογος του ποιητή με τη φύση και ό,τι περιέχεται σε αυτή. Μ’ ένα σημειωματάριο στο χέρι ο ποιητής μπαινοβγαίνει σε τοπία και γεγονότα, σε συναντήσεις και αναμνήσεις, σε ήχους και σε όνειρα, σε προσωπικά βιώματα και οικουμενικά δράματα. Παρατηρεί τα πάντα με προσοχή και ταπεινότητα και καταγράφει με ακρίβεια και αμεσότητα στιγμές και θραύσματα μιας καθημερινότητας που μοιάζει να έχει μόλις βγει φρεσκολουσμένη στο φως.
Όπου και να στραφεί ο ποιητής, διαβάζει το νόημα των πραγμάτων, που φαίνεται να βρίσκεται όχι στο βάθος τους αλλά πάνω στην επιφάνειά τους. Όλη η πραγματικότητα τού μιλάει. Μια σιδερένια βάρκα καθώς γέρνει δεξιά-αριστερά στο μόλο φτύνει συλλαβές. Στα μπρούτζινα, αστραφτερά πλευρά του πρωινού καταφέρνει ο ποιητής να διακρίνει μια υπογραμμισμένη άποψη. Στις αραιές νεφώσεις της νύχτας οι θεοί χαράσσουν αλφάβητα και σχηματίζουν λέξεις. Κι ο ποιητής δηλώνει: Σαν ν’ αρχίζω να καταλαβαίνω / τις διαθέσεις του τοπίου που κοιμάται.
Μια ποίηση φτιαγμένη από το τίποτα που απλώνεται, σαν την κηλίδα απ’ το μελάνι στο χαρτί, και σχηματίζει έναν κόσμο πλήρη ζωής, όπου τα πάντα, το άνω και το κάτω, το μέσα και το έξω, τα ορατά και τα αόρατα, συνδέονται αρμονικά -και κάποτε αναπάντεχα- μεταξύ τους: Περήφανα πεύκα / σκουπίζουν τα δώματα των θεών. Ένας κόσμος που, όσο μακριά και αν την κρατάει, αναπόφευκτα κηλιδώνεται κι αυτός από την παρουσία του κακού: Μπήκα μέσα, / άνοιξα την εφημερίδα και διάβασα τα νέα / για τη Συρία, που αχνίζει από το αίμα. Δεν παραδίνεται ωστόσο στη διαβρωτική δύναμή του ή στη σαγήνη του.
Γιατί, αν κάτι έχει να μας διδάξει ο ολιγόλογος λυρισμός του Βέσα Λάχτι, με την προσήλωσή του στο ελάχιστο και με τη λιτή αμεσότητα της αποτύπωσής του, είναι η ικανότητα του ανθρώπινου βλέμματος, η ικανότητα του ανθρώπου στην ουσία, να απομονώνει, να ξεχωρίζει και να δυναμώνει εκείνα τα στοιχεία της πραγματικότητας που (σαν τον Ρούντολφ, επιτρέψτε μου την παρομοίωση) έχουν μέσα τους το φως. Γι’ αυτό ο ποιητής μπορεί κατά τη διάρκεια της καταιγίδας να σημειώνει: Κάθομαι δίπλα στο παράθυρο / ακούω / πώς ανθίζει η βροχή. Και μετά από την καταιγίδα: Ξεπλένω τα μάτια μου / στη σκιά σου που γράφεται / στις λακκούβες που γέμισε το νερό της βροχής.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος