Λυκόφρονος, Αλεξάνδρα, αρχαίο κείμενο-εισαγωγή, André Hurst, μετάφραση-σημειώσεις, Φανή Παιδή, εκδόσεις Στιγμή
Εμφανίζονται κατά καιρούς κάποια έργα στην παγκόσμια λογοτεχνία, οι συγγραφείς των οποίων δεν αρκούνται μόνο στο να προσφέρουν μιαν αισθητική ή πνευματική απόλαυση, αλλά λειτουργούν περισσότερο ως μνημεία της –επιτυχημένης ή αποτυχημένης– προσπάθειας του ανθρώπου άλλοτε να φέρει τη γλωσσική έκφραση στο μη περαιτέρω, άλλοτε να αποκαθάρει την ποίηση στον ανώτατο βαθμό και άλλοτε να συμπεριλάβει στις σελίδες ενός και μόνο έργου ολόκληρη τη βιωμένη γνώση και κατακτημένη εμπειρία του ανθρώπου (καμιά φορά συναντιούνται στο ίδιο βιβλίο και οι τρεις αυτές φιλοδοξίες). Έχουμε συνηθίσει στον 20ό αιώνα να βλέπουμε τέτοια έργα· τα Cantos του Pound και τα ποιήματα του Mallarmé είναι τέτοια, το FinnegansWake (αλλά και ο Οδυσσέας) του James Joyce και η Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη επίσης, η Μήτηρ Θεού του Σικελιανού και, ενδεχομένως, Η αρπαγή της κούτας του Ηλία Λάγιου ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Τώρα υποδεχόμαστε ακόμη ένα τέτοιο δημιούργημα, που μας έρχεται αυτή τη φορά από τον 3ο προχριστιανικό αιώνα. Πρόκειται για την Αλεξάνδρα του Λυκόφρονος, ενός τραγικού ποιητή που γεννήθηκε στη Χαλκίδα και έζησε κατά διαστήματα στη Ρόδο, στην Αθήνα και στην Αλεξάνδρεια.
Το έργο, το οποίο το διαβάζουμε σε προσεκτική και εμπνευσμένη μετάφραση της Φανής Παιδή και με εκτεταμένη εισαγωγή του ελβετού καθηγητή André Hurst, είναι ένας τραγικός μονόλογος που εκτείνεται στις διαστάσεις μιας ολόκληρης τραγωδίας. Ο λόγος ανήκει στην Κασσάνδρα (αυτή είναι η Αλεξάνδρα του τίτλου), την κόρη του Πρίαμου, η οποία, ως γνωστόν, έλαβε από τον Απόλλωνα το δώρο να προφητεύει τα μελλούμενα και επίσης, επειδή αρνήθηκε τον έρωτά του, την κατάρα να μη γίνεται από κανέναν πιστευτή. Τη βρίσκουμε φυλακισμένη στην πόλη της Τροίας την ώρα που ο Πάρις ξεκινάει από το λιμάνι της για να κλέψει την Ελένη του Μενελάου και να γίνει έτσι η αιτία να ξεσπάσει ο τρωικός πόλεμος. Τα γεγονότα αυτού του πολέμου, καθώς και ό,τι ακολούθησε τους επόμενους αιώνες ως την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, αποτελούν σε γενικές γραμμές το περιεχόμενο της προφητείας που εκφέρει η Κασσάνδρα. Στους στίχους του έργου περιλαμβάνεται ίσως κι ένας υπαινιγμός για τον θρίαμβο της Ρώμης, που (αν είναι έτσι) αποτελεί πραγματική προφητεία για την εποχή που γράφτηκε.
Όλα αυτά δίνονται από τον Λυκόφρονα με πολλές λεπτομέρειες, συμπυκνωμένα όμως στο έπακρο, με έναν λόγο σκοτεινό, αινιγματικό και προφητικό, με εκατοντάδες μυθικές και λογοτεχνικές αναφορές, μεταμφιεσμένες και δύσκολα αναγνωρίσιμες μάλιστα, και κάνοντας χρήση ενός πλουσιότατου λεξιλογίου που είναι επί τούτου δημιουργημένο από τον ποιητή. Αποτελείται από ετερόκλητα διαλεκτικά στοιχεία, πολλές σπάνιες και ξένες λέξεις, ποιητικούς αρχαϊσμούς και τοπικούς ιδιωματισμούς, καθώς και εκατόν τέσσερις λέξεις που ο Λυκόφρων πρωτοχρησιμοποίησε και άλλα τριακόσια δέκα άπαξ λεγόμενα, λέξεις δηλαδή που ο ίδιος έπλασε και μόνον αυτός έχει χρησιμοποιήσει στην ελληνική λογοτεχνία (αμφιτορνωτός, θαλασσόπαις, ναυηγέτης, αλιβρώς όχμος κι ένα σωρό άλλες).
Και είναι κυρίως χάρη σε αυτή της την ιδιότητα που η Αλεξάνδρα μάς ενδιαφέρει ως σήμερα – γιατί δεν είναι ένα ακόμη διασωθέν έλασσον έργο των ελληνιστικών χρόνων, αλλά έρχεται και εγγράφεται αβίαστα στη μοντερνιστική παράδοση του 20ού αιώνα, όπου ο αυθεντικός ποιητής γίνεται, σύμφωνα με τη διατύπωση του George Steiner, ένας ένθερμος αναζωογονητής θαμμένων ή φασματικών λέξεων, ένας ανασχηματιστής λεξιπλάστης, το κείμενο ένα ορυχείο παράξενων διηγήσεων και η ανάγνωση ένα συναρπαστικό και απολαυστικό αγώνισμα.