Nunc est bibendum: πίνοντας μ’ έναν αρχαίο Ρωμαίο

FOT1448188

Στους αρχαίους Ρωμαίους οφείλουμε, μεταξύ πολλών άλλων, αν όχι την εφεύρεση, σίγουρα πάντως την καθιέρωση της χρήσης δύο μέσων αποθήκευσης του κρασιού τα οποία μετέβαλαν ολοκληρωτικά τον χαρακτήρα του. Γιατί είναι αυτοί που υιοθέτησαν από τους βόρειους γείτονές τους και γενίκευσαν τη χρήση του δρύινου βαρελιού για την αποθήκευση και την παλαίωση του κρασιού, στη θέση του πήλινου αμφορέα που ως τότε χρησιμοποιούνταν˙ και είναι αυτοί επίσης που, λίγο αργότερα, ανέπτυξαν τη χρήση του σωλήνα φυσητού γυαλιού και χρησιμοποίησαν έτσι το γυάλινο μπουκάλι, με πώμα από φελλό, για το κρασί. Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, δύσκολα μπορούμε να φανταστούμε την οινοποιητική διαδικασία χωρίς το ξύλινο βαρέλι και το γυάλινο μπουκάλι με τον φελλό.

Είναι φανερό από αυτά ότι οι Ρωμαίοι έπαιρναν στα σοβαρά την υπόθεση του κρασιού. Πιο σοβαρά, ίσως, απ’ όλους έπαιρνε το κρασί ο ποιητής Κόιντος Οράτιος Φλάκκος, ένας από τους τρεις μεγάλους ποιητές που μας χάρισε η αρχαία Ρώμη – οι άλλοι δύο είναι βέβαια ο Βιργίλιος και ο Οβίδιος.

Ο Οράτιος έζησε από 65 μέχρι το 8 π.Χ. Γεννήθηκε από πατέρα απελεύθερο, πρώην δούλο δηλαδή, ο οποίος ωστόσο κατόρθωσε να εξασφαλίσει μια καλή εκπαίδευση για τον γιο του, πρώτα στη, σε μεγάλο βαθμό, ελληνόφωνη νότια Ιταλία όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια ο Οράτιος, κατόπιν στη Ρώμη και τελικά στην Αθήνα, όπου θα έρθει σε επαφή με τη στωική και την επικούρεια φιλοσοφία και με την ελληνική λογοτεχνία. Εκεί, αιφνιδίως, θα προσχωρήσει στην πολιτική παράταξη του Βρούτου και του Κάσσιου εναντίον του Καίσαρα και θα πολεμήσει μάλιστα ως χιλίαρχος, υψηλός στρατιωτικός βαθμός που υποδηλώνει ότι ήταν εύπορος. Μετά από την ήττα στους Φιλίππους, το 42 π.Χ., και τη δήμευση των πατρικών του κτημάτων, πίσω στη Ρώμη πια, η φτώχεια θα τον κάνει ποιητή, όπως γράφει ο ίδιος σε ένα από τα σατιρικά του ποιήματα.

Σύντομα θα γνωριστεί με τον Μαικήνα, τον άτυπο «υπουργό πολιτισμού» του αυτοκράτορα Οκταβιανού Αύγουστου, με τον οποίο -Μαικήνα- ο Οράτιος θα αναπτύξει μια βαθιά φιλία, σταθερή μέχρι το τέλος τους που θα φτάσει με διαφορά λίγων μηνών και για τους δύο. Και ο Μαικήνας και ο Αύγουστος θα σεβαστούν απολύτως την ανάγκη του Οράτιου για ελευθερία, τόσο στην ποιητική δημιουργία όσο και στην καθημερινή του ζωή. Ο Μαικήνας μάλιστα θα του δωρίσει ένα κτήμα στη Σαβίνη, σαράντα χιλιόμετρα έξω απ’ τη Ρώμη, στο οποίο αποσυρόταν συχνά ο ποιητής, καθώς με το πέρασμα των χρόνων οδηγούνταν από τη νεανική ορμητικότητα και τη δημοκρατική στράτευση στην ησυχία και την αποχώρηση, από τον ενθουσιασμό και τη φιλοδοξία στη φιλοσοφική αταραξία.

Έγραψε δυο βιβλία με Σάτιρες, δεκαεπτά Επωδούς, τέσσερα βιβλία με Ωδές, δύο βιβλία με έμμετρες Επιστολές, γνωστότερη από τις οποίες είναι η Ποιητική τέχνη, και τον Ύμνο της Εκατονταετίας προς δόξαν της Ρωμης. Το ποιητικό του έργο είναι τόσο λυρικό όσο και διδακτικό, που σημαίνει ότι αποσκοπεί και στην απόλαυση του αναγνώστη ή του ακροατή του και στη διδασκαλία του αγαθού και του ευγενούς. Ως ποιητής υπήρξε τολμηρός, χρησιμοποιώντας συχνά καθημερινό λεξιλόγιο και αναμειγνύοντας στους στίχους του πεζογραφικά στοιχεία που συχνά ενοχλούσαν τους συγχρόνους του. Έγραψε για τις ανθρώπινες αδυναμίες και την ευτυχισμένη ζωή, για τον έρωτα και για τον θάνατο, για την ποίηση και για την ηθική, για τη φιλία και για τη φύση, για τα συμπόσια και για το κρασί.

Εδώ ας σταθούμε όμως, στα συμπόσια και το κρασί.

Όσον αφορά τη διασκέδαση και το φαγητό ο Οράτιος, όπως και σε κάθε άλλη εκδήλωση της ζωής, είναι οπαδός της αριστοτελικής μεσότητας. Στην πρώτη από τις Σάτιρές του, ας πούμε, υποστηρίζει ότι ελάχιστοι άνθρωποι ξέρουν να τηρούν ένα μέτρο -να η μεσότητα- και να σταματούν έγκαιρα τη βιοποριστική εργασία τους για να απολαύσουν τους καρπούς της. Ενώ σε δύο άλλες Σάτιρες δίνει τον λόγο πρώτα σ’ έναν αγρότη, τον Οφέλλο, ο οποίος διατυπώνει την κριτική του για τη γαστριμαργική πολυτέλεια, που ήταν τότε της μόδας, και συνιστά το λιτό σπιτικό φαγητό, και στη συνέχεια στον Κάτιο, ο οποίος μυεί τον Οράτιο στην υψηλή γαστρονομία που κατά τη γνώμη του οδηγεί στην ευτυχισμένη ζωή. Ο ποιητής, φυσικά, τοποθετείται κάπου ανάμεσα. Στην τελευταία πάντως από τις Σάτιρες του περιγράφει ένα συμπόσιο στο σπίτι του νεόπλουτου Νασιηδηνού, ο οποίος με την πληθώρα των φαγητών και τις λεπτομερειακές επεξηγήσεις του για το καθένα από αυτά καταστρέφει την απόλαυση.

Ας περάσουμε όμως στο κρασί. Για τον Οράτιο το κρασί δεν είναι απλώς μια λογοτεχνική σύμβαση, όπως είναι στα περισσότερα συμποτικά ποιήματα άλλων ποιητών της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης. Ο Οράτιος διατυπώνει βιωμένες και ξεκάθαρες θέσεις για την οινοποσία, αλλά επίσης αναφέρει πολλά και διαφορετικά είδη κρασιού εισάγοντας το καθένα από αυτά σε διαφορετικό πλαίσιο, σε μια διαφορετική ιστορία θα λέγαμε, και περιγράφοντας τη διαφορετική επίδραση που έχει το καθένα στον άντρα ή τη γυναίκα που το γεύεται. Αυτό είναι, ενδεχομένως, και το βασικό χαρακτηριστικό της οινικής σκέψης του ποιητή: ότι η επίδραση του κρασιού εξαρτάται από τη σύνθεση και τη διάθεση της παρέας, όσο ακριβώς και η παρέα επηρεάζεται από το είδος και την ποιότητα του κρασιού.

Το κρασί διώχνει τις άσχημες σκέψεις, λέει ο ποιητής˙ κανείς δεν μιλάει για τον πόλεμο ή τη φτώχεια όσο πίνει˙ μας κάνει να ξεχνάμε τις ρυτίδες στο πρόσωπό μας και τις ανησυχίες που τυραννάνε τη σκέψη μας. Το κρασί όμως δίνει και θάρρος στον φοβισμένο, προσφέρει ελπίδα στον απελπισμένο, διδάσκει νέους τρόπους και άγνωστα τεχνάσματα για να πετύχουμε τους στόχους μας˙ αποκαλύπτει, ως γνωστόν, τα κρυμμένα μυστικά και την αληθινή φύση του ανθρώπου. Όμως ειδικά για τον ποιητή το κρασί φαίνεται να είναι δυο φορές απαραίτητο, αφού ποτέ κανείς, υποστηρίζει ο Οράτιος, δεν έγραψε ποιήματα πίνοντας νερό. Οι ποιητές, πάντως, καλό είναι να έχουν στον νου τους τον κανόνα που διατύπωσε, δύο χιλιετίες αργότερα, ο Χέμινγουεϊ: «Γράφε μεθυσμένος, διόρθωνε νηφάλιος».

Εκτός πάντως από τις, σε γενικές γραμμές, γνωστές και μάλλον κοινότοπες αυτές απόψεις του Οράτιου για την επίδραση του κρασιού στον οινοπότη, στα ποιήματά του οφείλουμε μεγάλο μέρος των γνώσεών μας για τα κρασιά που έπιναν στην Ιταλία πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, αφού αναφέρεται σε πολλές ποικιλίες της μακρινής αυτής εποχής. Έναν περίπου αιώνα μετά τον Οράτιο, το 70 μ.Χ., ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος υπολόγιζε ότι υπήρχαν στη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία γύρω στα ογδόντα είδη κρασιού άξια αναφοράς, εκ των οποίων τα δύο τρίτα παράγονταν στην Ιταλία. Ο Οράτιος εισάγει, ονομάζει και σχολιάζει έντεκα από αυτά στα ποιήματά του.

Ας δούμε ένα από αυτά τα ποιήματα. Το 33 π.Χ. τόσο ο Οράτιος όσο και ο Μαικήνας κινδύνεψαν να πεθάνουν, ο ένας από ατύχημα και ο άλλος από σοβαρή ασθένεια. Για να γιορτάσουν τη σωτηρία τους, ο ποιητής διοργανώνει ένα συμπόσιο στο σπίτι του, στην αγροτική Σαβίνη, και καλεί τον πλούσιο φίλο του˙ προειδοποιώντας τον ωστόσο ότι πρόκειται να του προσφέρει το φτηνό κρασί που συνηθίζει να πίνει ο ίδιος με τους φίλους του, και όχι τα ακριβά κρασιά που έχει ο Μαικήνας στην έπαυλή του. Το φτηνό κρασί στο οποίο αναφέρεται ο Οράτιος είναι ο ντόπιος Σαβινικός οίνος, ενώ τα υψηλής ποιότητας κρασιά που πίνει ο Μαικήνας είναι ο Φαλερνός οίνος, από το Φαλέρνο κοντά στη Νάπολη, το πιο ακριβό και διάσημο κρασί της ρωμαϊκής αρχαιότητας, ο Καίκουβος οίνος από την περιοχή του Λατίου και ο Κάληνος και Φορμιανός οίνος από την Καμπανία.

Φτηνό κρασί θα πιείς σαβινικό από απλά ποτήρια,

που εγώ ο ίδιος σφράγισα σ’ ελληνικό αμφορέα,

τη μέρα που στο θέατρο όλοι σ’ επευφημούσαν

και αντηχούσε ο Τίβερης, ποτάμι της πατρίδας σου,

κι επαναλάμβανε τον έπαινο, Μαικήνα,

μια παιχνιδιάρικη ηχώ από το όρος του Βατικανού.

Εσύ θα πίνεις βέβαια Καίκουβο  

και σταφύλια που τα πάτησαν σε πατητήρι Καληνό˙

τα δικά μου ποτήρια δεν τα γλυκαίνουν

αμπελώνες Φαλερνοί ούτε οι λόφοι των Φορμιών.

Με άλλη αφορμή πάντως, στα γενέθλια του φίλου αυτή τη φορά, ο ποιητής θα καλέσει ξανά τον Μαικήνα στο σπίτι του και τώρα θα του προσφέρει πιο εκλεκτό κρασί, από τους αμπελώνες του Αλβανού όρους, το οποίο έχει παλαιωθεί για εννιά χρόνια. Το κρασί, ωστόσο, που θεωρεί ο ποιητής το πιο απαλό, το πιο γλυκό και ευχάριστο στη γεύση, απ’ όλα τα άλλα είναι ο Μασσικός οίνος από την Καμπανία. Και εισαγόμενα κρασιά, πάντως, συχνά απολαμβάνει ο Οράτιος: κρασιά από τη Χίο, τη Λέσβο, την Κω, και τον γνωστό δυνατό Μαρεωτικό οίνο της Αιγύπτου που προκάλεσε κάποτε παραλήρημα στην Κλεοπάτρα, όπως διαβάζουμε σε ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα του ποιητή, στο οποίο περιέχεται και μία από τις πιο γνωστές φράσεις του Οράτιου, το Nunc est bibendum, που θα πει «Τώρα πρέπει να πιούμε» – η άλλη είναι το Carpe diem, που το μεταφράζουμε συνήθως «Άδραξε τη μέρα». Ας δούμε λοιπόν το carpe diem και μετά πίνουμε.

Ποιο τέλος όρισε για σένα η μοίρα, ποιο για μένα,

μην το ρωτάς ποτέ, καλή μου Λευκονόη˙ η γνώση απαγορευμένη.

Και μη ρωτάς τι λένε τ’ άστρα.

Μπορεί χειμώνες κι άλλους να ‘γραψε στο μερτικό μας ο θεός,

μπορεί ετούτος που ταράζει τώρα πέλαγα να ‘ναι ο στερνός μας –

μη νοιάζεσαι˙ κράτα την κρίση σου σωστή,

σήκωσε το ποτήρι στην υγειά μας.

Μικρή η αυγούλα μας ζωή, κόψε στα μέτρα της ελπίδα.

Κάνει ο καιρός φτερά καθώς μιλάμε –

δρέψε το σήμερα, στο αύριο μην πολυπιστεύεις.

[μετάφραση Θεόδωρος Παπαγγελής]

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

 

1a4795b12bb888e26739a5915ed93c3a--libido-ancient-rome

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s