Είναι ίσως παράτολμη, δηλαδή έξω από τις προθέσεις της ποιήτριας, ελπίζ ω, ωστόσο, να μην είναι εντελώς άστοχη η σύνδεση που θα επιχειρήσω ξεκινώντας την ανάγνωση των ποιημάτων της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα – γιατί προτίθεμαι να τα συνδέσω, από κάποιες πλευρές, με την ομηρική Οδύσσεια. Με την ενδέκατη ραψωδία της, για την ακρίβεια, που επιγράφεται «Νέκυια» και στην οποία περιγράφεται η κάθοδος του Οδυσσέα στον κάτω κόσμο και η συνομιλία του με τους ένδοξους νεκρούς, άντρες και γυναίκες, που θα συναντήσει εκεί. Προϋπόθεση, όπως θα θυμάστε πιθανότατα, για να αναγνωρίσουν οι νεκροί τον Οδυσσέα και να του μιλήσουν κατόπιν, αποτελεί η δυνατότητα να γευτούν το αίμα από τα ζώα που έχει θυσιάσει ο ήρωας μπροστά του.
Ό,τι κάνει δηλαδή και το ποιητικό υποκείμενο του πρώτου ποιήματος της συλλογής της Χατζηνικόλα, το οποίο επιγράφεται ακριβώς «Το αίμα» και ξεκινάει με τους στίχους: Ήπια το αίμα λαίμαργα / απ’ την πληγή / στην άκρη των δαχτύλων σου, και καταλήγει: από εκείνη τη στιγμή της άγιας μετάληψης, / νιώθω να φλέγομαι / ξανά και αέναα για σένα. Αποτελεί, θα έλεγε κανείς, προϋπόθεση, και για την ποιήτρια, το να γευτεί το αίμα από τα δάχτυλά του, προκειμένου να νιώσει πάλι ότι φλέγεται, όπως λέει, προκειμένου να ζωντανέψει ξανά η παλιά αίσθηση και να μπορέσει κατόπιν να γράψει γι’ αυτήν.
Έτσι εξηγούνται, ίσως, και οι παρελθοντικοί χρόνοι που χρησιμοποιούνται σε όλο σχεδόν το μάκρος της συλλογής˙ από το γεγονός δηλαδή ότι η ποιήτρια φαίνεται να μιλάει για κάτι που ανήκει πια στο παρελθόν, όπως ανήκει οριστικά στο παρελθόν και η ζωή των νεκρών που παίρνουν τον λόγο στην Οδύσσεια. Έτσι λοιπόν διαβάζουμε: ισχυριζόσουν / πως μ’ αγαπάς˙ το ίδιο σώμα / που κάποτε ονόμασες˙ κάθε φορά που την ταξίδευε˙ λαθραίο έζησε τον έρωτα˙ τα σώματα που μας κατοίκησαν˙ το δωμάτιο / που κάποτε έκρυβε τους έρωτές μας. Ή μήπως η Χατζηνικόλα τοποθετεί επίτηδες στο παρελθόν όσα πραγματεύεται, προκειμένου να μιλήσει, από απόσταση, πιο άνετα γι’ αυτά; Δεν αποκλείεται. Συχνά η ποίηση χρησιμοποιεί τέτοια τεχνάσματα.
Συνολικά ωστόσο, στα Ακροδάχτυλα της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα, ο χρόνος είναι, έτσι κι αλλιώς, το ένα από τα δύο μεγάλα θέματα που κυριαρχούν˙ το άλλο είναι βέβαια το σώμα. Ο αδυσώπητος και πανδαμάτωρ χρόνος από τη μία και το θνητό και εύθραυστο σώμα μας από την άλλη – οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι, μέσα φυσικά στην ευρύτερη περιοχή του έρωτα, καθώς, όπως θα έχει γίνει, υποθέτω, ήδη αντιληπτό, πρόκειται για μια ποίηση καθ’ ολοκληρίαν ερωτική˙ για μια ποιητική συλλογή, για την ακρίβεια, που κινείται μέσα στην επικράτεια του έρωτα κερδίζοντας έτσι υφολογική συνοχή και θεματική ενότητα.
Όλη η δύναμη και η τρυφερότητα του σώματος, για να ξεκινήσουμε με αυτό, μοιάζει για την Τσαμπίκα Χατζηνικόλα να είναι συγκεντρωμένη στις άκρες των δαχτύλων. Είναι με τα δάχτυλα, με την αίσθηση της αφής δηλαδή, που μετράει η ποιήτρια τον πόθο και τον σφυγμό που προκαλεί το αγκάλιασμά της στον άλλο και είναι τα δάχτυλά του που θέλει πρώτα να αγγίξει με τα χείλη της, γιατί ξέρει ότι στην πραγματικότητα εκεί νιώθεται ο πόνος της απουσίας και όχι στο μέρος της καρδιάς, όπου συνήθως τον τοποθετούμε. Γνωρίζει η ποιήτρια ότι ο πόνος της απώλειας είναι πριν απ’ όλα ένας σωματικός πόνος, όπως και η ερωτική πλήρωση είναι πριν απ’ όλα σωματική πλήρωση.
Τα πάντα σε αυτή την ποίηση μοιάζει να εκκινούν ή, έστω, να φιλτράρονται από τα ακροδάχτυλά των εραστών. Η έλξη που νιώθουν μεταξύ τους: Ήταν εκείνα τα φιλιά γητειές / που έστελνε με τ’ ακροδάχτυλα. Οι λέξεις που ανταλλάσσουν: Κράτησες μπροστά στο στόμα μου / την παλάμη σου / θέλοντας να αισθανθείς τις λέξεις μου. Η απομάκρυνση, προτού ακόμα αυτή συμβεί: Ήρθε η ώρα των χεριών σου. / Θυμάμαι πώς έπλαθαν το σώμα μου / με τα πιο κρυφά αγγίγματα. / Τώρα το κάθε άγγιγμά σου / μαρτυρούσε την αμετάκλητη απουσία σου. Ο χρόνος που περνάει: Ρούφηξες τ’ ακροδάχτυλά μου / για να γευθείς / τις τελευταίες στιγμές / και την αλμύρα του καλοκαιριού / από μένα. Η αρχή και το τέλος: ΧΕΡΙΑ, / εσείς που πρώτα αγαπήσατε / κι οργώσατε το σώμα, / τώρα εσείς ξεχνάτε / -πριν απ’ τα μάτια- / πώς ήταν η μορφή, / το σχήμα της, / την ίδια της τη γεύση.
Πάνω απ’ όλα είναι η θνητότητα, το μόνιμο θέμα της ποίησης γενικά και το δεύτερο, όπως είδαμε, μεγάλο θέμα των ποιημάτων της Χατζηνικόλα, που διακρίνει η ποιήτρια στις άκρες των δαχτύλων της, αφού μόνο τα χέρια είναι ικανά / να πουν / για τη θνητότητα των κορμιών, όπως διαβάζουμε σε κάποιο από τα ποιήματα της συλλογής. Και μόνο τα χέρια, δηλαδή το σώμα, δηλαδή ο έρωτας, είναι ικανά να αντισταθούν στο πέρασμα του χρόνου και να μας χαρίσουν τη μοναδική νίκη που μπορεί να αξιωθεί ο άνθρωπος έναντι της φθοράς. Το ότι υπήρξαμε εραστές / μας έκανε για λίγες στιγμές αθάνατους, θα δηλώσει, και λίγο παραπάνω: η αθανασία ταιριάζει σε όσους αγάπησαν βαθιά.
Τόση είναι η δύναμη του έρωτα, σύμφωνα με την ποιήτρια, που μπορεί, μόνο αυτός, να μεταβάλλει την ίδια τη ροή του χρόνου. Έτσι, άλλοτε διαστέλλει μια σύντομη στιγμή, όσο κρατάει ένα φιλί, και τη μετατρέπει σε κάτι διαρκές και αιώνιο˙ άλλοτε, αντιθέτως, συρρικνώνει τον χρόνο που βιώνουν οι εραστές μαζί, γιατί ποτέ αυτός δεν είναι αρκετός: Ακόμα κι αν μας υπόσχονταν μιαν αιωνιότητα μαζί, / λίγα τικ τακ του ρολογιού θα ήταν˙ και άλλοτε επιστρέφει, ξανά και ξανά, στο ίδιο σημείο, σ’ εκείνη την πρώτη φορά που μας συνεπαίρνει και μας συγκλονίζει. Μια αέναη σωτηρία ο έρωτας έναντι του χρόνου, αλλά και ένα αιώνιο μαρτύριο, όταν ανοίγει αυτή την πληγή στο στήθος που όλοι πολύ καλά γνωρίζουμε. Γιατί όλοι δεν είμαστε τίποτε άλλο, σε τελική ανάλυση, παρά αυτό που τόσο αριστοτεχνικά συνοψίζει η Τσαμπίκα Χατζηνικόλα σε πέντε όλες κι όλες λέξεις: ανυπόμονα σώματα / πριν τη συντριβή.
Θα κλείσω επιστρέφοντας στην Οδύσσεια, στη «Νέκυια» πάλι, εκεί όπου η ψυχή του ένδοξου νεκρού Αχιλλέα εκμυστηρεύεται στον έκπληκτο Οδυσσέα ότι θα προτιμούσε να ήταν ζωντανός, στον πάνω κόσμο, στη δούλεψη ενός φτωχού αγρότη, παρά αυτό που είναι τώρα, ο πιο φημισμένος και τιμημένος απ’ όλους νεκρός στον κάτω κόσμο. Δεν λέει στην ουσία κάτι διαφορετικό η ποίηση της Τσαμπίκας Χατζηνικόλα, όταν δηλώνει πως αυτό που έχει τη μεγαλύτερη αξία είναι το θνητό και ατελές σώμα μας, και ότι αυτό ακριβώς είναι που ερωτευόμαστε και αυτό είναι που αξίζει την αγάπη μας. Με τα δικά της λόγια: