
Φωτογραφία: Μαρία Αλεμπάκη
Δώρα Κασκάλη, Κάπου ν’ ακουμπήσεις, εκδ. Μελάνι, 2018
Λίγοι στίχοι από το τελευταίο ποίημα της συλλογής για την οποία συζητάμε απόψε μου δίνουν την αφορμή για να επιχειρήσω μια σύντομη σύνδεση με τα προηγούμενα – με το προηγούμενο, για την ακρίβεια, ποιητικό βιβλίο της Δώρας Κασκάλη, το Ανταλλακτήριο ηδονών, που κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Τους διαβάζω:
Δεν μπορώ να φανερώσω την επιθυμία.
Το σώμα δεν θυμάται πια.
Έχει εντοιχιστεί σε συλλογές ερωτικές,
στα ρήματα αναπνέει
και σπαταλιέται στα επίθετα.
Απ’ ό,τι φαίνεται λοιπόν ό,τι κυριαρχεί σ’ εκείνο το βιβλίο είναι η διασύνδεση του έρωτα με τη γραφή, του σώματος με το ποίημα. Το Ανταλλακτήριο ηδονών στο σύνολό του γεωγραφεί τις επικράτειες του έρωτα: την επιθυμία και την άρνηση, την προσδοκία και τη μοναξιά, την απουσία και την ολοκλήρωση· την αιωνιότητα της μιας ώρας, που καμιά φορά είναι αρκετή για να δώσει νόημα σε μια ολόκληρη ζωή· τον πόθο και τη διάψευση, την ήττα και την αντοχή, το αρσενικό και το θηλυκό. Κυρίως όμως με τα ποιήματα της συλλογής αυτής η Δώρα Κασκάλη αφηγείται τη διαλεκτική σχέση μεταξύ έρωτα και γλώσσας, γιατί η ερωτική εμπειρία, είτε το αντιλαμβανόμαστε είτε όχι, από τις λέξεις ξεκινάει πάντα και στις λέξεις καταλήγει ξανά.
Επιτρέψτε μου, πριν περάσω στο νέο βιβλίο, να διαβάσω ένα ποίημα από εκείνη τη συλλογή, ενδεικτικό της θεματικής του. Λέγεται «Χίλιες και μια λέξεις»:
Πάλευα
και κάθε βράδυ
στο προσκεφάλι του ακουμπούσα
ένα σύντομο ποίημα.
Προτίμησα για το χατίρι του
τα βασιλικά ρούχα να πετάξω
με άσπρο φανελάκι να κυκλοφορώ.
Εξόρισα από το λόγο μου περίτεχνα επίθετα,
αραβουργήματα, λεπταίσθητες εικονοποιίες.
Με τη γραφίδα σκάλισα
τη ρίζα της ελιάς, έδωσα σχήμα σ’ ένα πρωινό,
ύμνησα την απλότητα του έρωτα.
Εύχυμα σώματα
κατοίκησαν τις ρίμες μου,
στόματα δάγκωναν
μ’ όλη τους την οδύνη,
μέλη καίγονταν
στης λαγνείας το καμίνι.
Σαχραγιάρ, Σαχραγιάρ,
ακόμη ένα βράδυ θα μείνω ζωντανή.
Ο ήλιος θ’ ανατείλει μια νέα υπόσχεση.
Όλα είναι εδώ και όλα είναι κόμπος.
Σαχραγιάρ, Σαχραγιάρ,
ένα κοπάδι λέξεις, όμορφα συναγμένο
για να κερδίσω μάταια την προσοχή σας,
για ν’ αποκτήσω –φευ!– μια χάρτινη ζωή.
Η διαφορά των δύο ποιητικών συλλογών της Δώρας Κασκάλη έγκειται κυρίως στη θεματική ευρύτητα της δεύτερης έναντι της πρώτης. Η λυρική ποίηση, βέβαια, ήδη από την απαρχή της, στα χρόνια του Αρχίλοχου, είναι κατεξοχήν προσωπική ποίηση, έχει ως αφετηρία της δηλαδή το εγώ του ποιητή, μέσα από το οποίο αντικρίζουμε την εσωτερική του και την εξωτερική πραγματικότητα όπως εκείνος την αντιλαμβάνεται. Εκεί όμως που το ποιητικό υποκείμενο του Ανταλλακτηρίου ηδονών έμοιαζε εξ ολοκλήρου κυριευμένο από ένα μόνο πάθος, τον έρωτα ή, ίσως, από τα πάθη του έρωτα, στο Κάπου ν’ ακουμπήσεις η ποιήτρια φαίνεται τώρα να αγγίζει πολύ περισσότερες χορδές της λύρας της.
Το βιβλίο περιέχει σαράντα ένα ποιήματα και είναι χωρισμένο σε δύο ενότητες. Η πρώτη έχει τον τίτλο «Ψιχάλ’ από γαλακτοφόρο ουρανό» και περιλαμβάνει, απ’ όσο μπορούμε να καταλάβουμε, προσωπικά βιώματα της συγγραφέως, ποιητικά βέβαια μεταπλασμένα. Τον λόγο εδώ έχει η ποιήτρια, ας πούμε, ενώ στη δεύτερη ενότητα, που έχει τον τίτλο «Κάποτε επουλώνεται», ο λόγος δίνεται σε μεγαλύτερο βαθμό στη γυναίκα, για να μιλήσει, αυτή τη φορά, με πιο άμεσα αυτοβιογραφική διάθεση.
Θεματικά ωστόσο μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις ενότητες που συχνά ωστόσο εισχωρούν η μία μέσα στην άλλη. Έχουμε ποιήματα για τον έρωτα, ή αλλιώς για την απουσία, την απώλεια και τη μνήμη· ποιήματα για τη γραφή, ή διαφορετικά, για τη γλώσσα και την ποίηση· ποιήματα για τις γυναίκες και την πόλη που περιβάλλει το ποιητικό υποκείμενο· και, τέλος, ποιήματα για την οικογένεια της ποιήτριας, για τους ζωντανούς της και τους νεκρούς της – τα πιο αυτοβιογραφικά, προφανώς, ποιήματα του βιβλίου.
Ο έρωτας, για να ξεκινήσουμε από αυτόν, είναι για την ποιήτρια η μόνη, ίσως, μορφή αποθέωσης που μπορεί να γνωρίσει ο άνθρωπος. Είναι αυτό το στιγμιαίο που όμως, κάποτε, γίνεται αιώνιο. Είναι ένα ελάχιστο καταφύγιο, ένα μικρό βάλσαμο για τις πληγές της πραγματικότητας, ένα μέρος για ν’ ακουμπήσεις. Ο έρωτας είναι το μέγα παράδοξο: Τι αντινομία: / στις καθημαγμένες μου θηλές / βοτάνι τρέφω αθανασίας. Αυτή η αθανασία, ωστόσο, αυτή η αίσθηση του ερωτευμένου ότι μιλάει με τους θεούς, είναι ταυτόχρονα μια ύβρις για τον άνθρωπο. Η απώλεια είναι η τιμωρία για την αποθέωση που χαρίζει ο έρωτας και η απουσία μοιάζει να είναι η φυσιολογική ανθρώπινη συνθήκη, όταν εκείνοι που έχεις αγαπήσει γίνονται φαντάσματα και σε κατοικούν ξανά.
Για την ποιήτρια, ωστόσο, τα φαντάσματα αυτά δημιουργούνται και τρέφονται από τις λέξεις της. Η γραφή, το δεύτερο μεγάλο θέμα της ποιητικής συλλογής, είναι αυτή που παρέχει ανακούφιση και υπόσχεται παρηγοριά: Πάνω απ’ τα χαρτιά του σκύβει, ο ποιητής υποθέτουμε, και την απώλεια να χωρέσει προσπαθεί / σε δυο χιλιάδες λέξεις. Η γραφή προσφέρει επίσης και ελπίδα – τη μάταιη ίσως ελπίδα ότι η ποίηση, οι λέξεις μπορούν κάποτε να γεμίσουν το κενό, να δώσουν ζωή, να δώσουν σάρκα και οστά στα φαντάσματα: Εσύ υπόσχεσαι: κάποτε / οι λέξεις θα γίνουνε ζωή.
Ζωή σαν αυτή που συναντάει η ποιήτρια γύρω της, στην πόλη και στους ανθρώπους, στις γυναίκες ιδίως που συντυχαίνει. Τις αγαπώ όλες τους, γράφει, τις δυνατότητές τους αγαπώ. Τις παρατηρεί συνεχώς, στη στάση του λεωφορείου, στην οικιακή τους ευτυχία, στους κορσέδες του έγγαμου βίου, στο γραφείο και στην ασθένεια, στην ύπαρξης πάνω τα σχοινιά. Αυτές είναι, μας λέει η Δώρα Κασκάλη, η προίκα της, το κουράγιο της, το καθημερινό της προσφάι. Το ίδιο και η πόλη, πόλη εξάλλου είναι οι άνθρωποι, δείκτες της οποίας βρίσκουμε διάσπαρτους σε ολόκληρη τη συλλογή, που φανερώνει έτσι μια ισχυρή συνείδηση εντοπιότητας: ο Χορτιάτης, το λιμάνι, οι λεωφόροι, τα τείχη, ο Βαρδάρης, το Πωγώνι.
Τελευταίο διακριτό θεματικό κύκλο του βιβλίου αποτελούν τα ποιήματα που αφορούν τα πρόσωπα της ζωής και της μνήμης της ποιήτριας. Σήμερα δεξιώνομαι τους ζωντανούς μου, δηλώνει και γράφει στίχους για την κόρη της και για τον γιο της, για το σπίτι, για τους ανθρώπους που συγκεντρώνονται γύρω από ένα τραπέζι, για την επίσκεψη ακόμα ενός πεθαμένου. Αλλά και για τη γενιά της, εννοώντας ταυτόχρονα τόσο την ποιητική γενιά στην οποία αισθάνεται πιθανώς ότι ανήκει όσο και την ηλικιακή της γενιά, τους συνομηλίκους που μοιάζουν κάποτε να είναι μια φυλή μισών ανθρώπων. Το είπαμε εξαρχής εξάλλου: ο ποιητής κι όταν γράφει για το εγώ του, για τον κόσμο μιλάει. Το λέει και η Κασκάλη: Μου είπες: γράφε για σένα / για να καταλάβουμε για μας.
Περιορίζομαι απλώς να αναφέρω, ώστε να τα έχουμε στον νου μας καθώς θα ακούμε τα ίδια τα ποιήματα, την έντονα μεταφορική γλώσσα αυτής της ποίησης που συνδυάζεται, παραδόξως, με έναν τραχύ συχνά και ευθύβολο ρεαλισμό, την εκφραστική τόλμη και την υπαινικτική τρυφερότητα με την οποία ανατέμνει την πραγματικότητα η ποιήτρια. Και θα σταθώ, πριν κλείσω, σε ένα χαρακτηριστικό του ποιητικού λόγου της Δώρας Κασκάλη το οποίο τη διακρίνει από τις περισσότερες ποιητικές φωνές του καιρού μας: τη γλωσσική της ανεξιθρησκεία, ας την ονομάσω έτσι, καθώς η Κασκάλη δεν διστάσει να χρησιμοποιήσει λέξεις, κοντά τη μία στην άλλη, από όλα τα στρώματα της γλώσσας μας, τόσο στη διαχρονία της όσο και στη συγχρονία της. Ας ακούσουμε μερικές:
αφειδώλευτα, αφαλοκόβω, χιλιοπλόκαμη, θαλερός, ατλάζια, μπαλτάς, σκυλεύω, σιφόνι, απύλωτος τσιγκέλι, ωραιοβλαβής, υπήνεμος, εγκολπώνω, ξερολίθια, θανή, φενακίζομαι, ξεθεμελιώνω, κτερίσματα
Το αποτέλεσμα; Ένα ποιητικό βιβλίο που δείχνει πώς η ποίηση μεταμορφώνει την απουσία σε ομορφιά. Ή, με τα λόγια της ποιήτριας:
Σε σκέφτομαι
κι αμυγδαλιές
ποτίζονται στο στόμα μου.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Ενδιαφέρον.