Χέρμαν Μέλβιλ, Μπάρτελμπυ, ο γραφιάς

483404_512709412109313_1233690258_n

Ο Χέρμαν Μέλβιλ γεννήθηκε στην Νέα Υόρκη το 1819. Σε ηλικία δώδεκα ετών έχασε τον πατέρα του και αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο, προκειμένου να βοηθήσει την οικογένειά του. Θα εργαστεί διαδοχικά ως γραφέας σε τράπεζα, ύστερα, για ένα διάστημα, στο αγρόκτημα του θείου, ξανά ως γραφέας σε κάποιο κατάστημα και αργότερα θα προσληφθεί ως δάσκαλος· θα παρακολουθήσει μαθήματα τυπογραφίας και μηχανολογίας και θα δημοσιεύσει το πρώτο του κείμενο. Το 1839, σε ηλικία είκοσι ετών δηλαδή, θα μπαρκάρει ως καμαρότος. Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη θα ξαναδουλέψει για ένα διάστημα ως δάσκαλος, αλλά σύντομα θα τον ξαναπάρει η θάλασσα, ένα φαλαινοθηρικό αυτή τη φορά. Θα ταξιδέψει με αυτό το πλοίο επί δεκαοχτώ μήνες, θα παραμείνει επί έναν μήνα αιχμάλωτος ή, ίσως, φιλοξενούμενος των κανιβάλων ιθαγενών Ταϊπή, θα ξαναμπαρκάρει σε άλλο καράβι και θα λάβει μέρος σε μιαν ανταρσία με αποτέλεσμα να φυλακιστεί στην Ταϊτή. Θα δραπετεύσει από εκεί, θα συνεχίσει να ταξιδεύει με διάφορα πλοία ως το 1844, οπότε θα στρωθεί πια να καταγράψει τις περιπέτειές του.

Έτσι θα εκδώσει τα μυθιστόρημα «Ταϊπή» και «Όμοο», τα οποία θα γνωρίσουν μεγάλη επιτυχία και θα τον κάνουν γνωστό ως τον Αμερικανό που έζησε με τους κανίβαλους. Τα επόμενα όμως βιβλία του, με τη μελαγχολία και την αμφισβήτηση που τα χαρακτηρίζουν, θα απογοητεύσουν τους αναγνώστες του, που ήταν συνηθισμένοι στα περιπετειώδη θαλασσινά του μυθιστορήματα. Εν τω μεταξύ ο Χέρμαν Μέλβιλ θα αποκτήσει οικογένεια και θα εγκατασταθεί σε ένα αγρόκτημα όπου θα ολοκληρώσει το μεγάλο του μυθιστόρημα «Μόμπι Ντικ» και θα το εκδώσει το 1851, χωρίς κι αυτή τη φορά την επιτυχία των πρώτων του έργων. Η κατάθλιψη, η απογοήτευση και η οικονομική ανασφάλεια δεν θα τον εγκαταλείψουν ούτε τα επόμενα χρόνια. Εκείνη την εποχή θα γράψει και θα δημοσιεύσει σε δύο συνέχειες τη νουβέλα του «Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς», το 1853.

Η υπόθεση του βιβλίου είναι απλή: ο αφηγητής της ιστορίας είναι ένας αξιοσέβαστος και επιτυχημένος δικηγόρος, ο οποίος όταν προσλαμβάνει τον Μπάρτλεμπυ ως γραφέα, απασχολεί ήδη στο γραφείο του, στη Γουόλ Στριτ, δύο άλλους γραφείς και έναν μικρό για όλες τις δουλειές. «Κατ’ αρχάς, ο Μπάρτλεμπυ», θα διαπιστώσει ο εργοδότης του, «διεκπεραίωνε μια εκπληκτική ποσότητα γραφικής εργασίας. Σαν ένας άνθρωπος λιμασμένος από καιρό γι’ αντιγραφή, έτσι κι αυτός κατάπινε λαίμαργα τα έγγραφά μου. Δεν του έμενε καιρός ούτε να χωνέψει. Νύχτα και μέρα δε σήκωνε κεφάλι, αντιγράφοντας με το φως της μέρας και κάτω από το φως των κεριών. Θα ήμουν πανευτυχής με την επίδοσή του, αν είχε δείξει κάποια σημεία ευφροσύνης με τη δουλειά του. Αντιθέτως, όμως, εκείνος συνέχιζε να γράφει σιωπηλά, άχρωμα, μηχανικά».

Όταν όμως ο δικηγόρος ζητάει από τον Μπάρτλεμπυ να τον βοηθήσει στην αντιπαραβολή ενός εγγράφου, εκείνος αρνείται ευγενικά με την απλή φράση «θα προτιμούσα όχι». Την ίδια φράση επαναλαμβάνει ο Μπάρτλεμπυ σε κάθε νέα παράκληση ή εντολή του εργοδότη του, ο οποίος, κατά παράδοξο τρόπο, αδυνατεί να αντιδράσει σε αυτές τις αρνήσεις και σταδιακά απαλλάσσει τον γραφέα του από κάθε εργασία: ο Μπάρτλεμπυ, «πελιδνά άμεμπτος, θλιβερά σεβαστός, αθεράπευτα μόνος», θα εγκατασταθεί μόνιμα στο δικηγορικό γραφείο χωρίς να προσφέρει καμία υπηρεσία, χωρίς να μιλάει σχεδόν καθόλου, χωρίς καλά-καλά να τρώει. Ο αφηγητής, παλινδρομώντας διαρκώς μεταξύ οργής και ευσπλαχνίας, μεταξύ λογικής και συναισθήματος, δεν θα καταφέρει ποτέ να τον απομακρύνει από εκεί. Τελικά θα μετακομίσει ο ίδιος το γραφείο του σε άλλο κτίριο αφήνοντας τον Μπάρτλεμπυ στη μοίρα του, την οποία πληροφορούμαστε στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.

149448_513422585371329_1952220253_n

Πολλές ερμηνείες, άλλες λογικές και άλλες εξωφρενικές, έχουν δοθεί στη μινιμαλιστική αυτή νουβέλα. Τρεις είναι οι πιο συνήθεις. Κατά την πρώτη ο Μέλβιλ θέλησε με μια ιστορία να εκφράσει τις ιδέες περί πολιτικής ανυπακοής που εξέφρασε την ίδια εκείνη εποχή ο Χένρι Ντέιβιντ Θορώ. Η ειρηνική επανάσταση, η παθητική αντίσταση που λέμε σήμερα, είναι ό,τι ευαγγελίζεται ο Αμερικανός στοχαστής και η φράση του «Δια της παρούσης, γνωρίζω σε όλους ότι εγώ, ο Χένρι Θορώ, δεν επιθυμώ να θεωρούμαι μέλος της οιασδήποτε αναγνωρισμένης κοινότητας στην οποία δεν συμμετέχω», δεν διαφέρει πολύ από το «Θα προτιμούσα όχι» με το οποίο αρνείται κάθε συμμετοχή ο Μπάρτλεμπυ.

Σύμφωνα με μιαν άλλη άποψη, ο Μπάρτλεμπυ είναι εικόνα του ίδιου του Χέρμαν Μέλβιλ, και κάθε συγγραφέα, που βρίσκεται μπροστά στο δίλημμα να συνεχίσει να γράφει προσπαθώντας να ικανοποιήσει το κοινό του, που είναι πρόθυμο έτσι να τον δεχτεί, ή να ακολουθήσει τον προσωπικό του δρόμο, μακριά από τη δημοφιλία και την επιτυχία· έναν δρόμο που οδηγεί στη μοναξιά και ίσως και στη σιωπή. Κάπως έτσι προσεγγίζει τον Μπάρτλεμπυ ο Ισπανός συγγραφέας Ενρίκε Βίλα-Μάτας στο βιβλίο του «Μπάρτλεμπυ και Σία», στο οποίο ασχολείται κυρίως με τους συγγραφείς εκείνους που κάποια στιγμή στη ζωή τους σταμάτησαν να γράφουν: «Πάει καιρός τώρα που ανιχνεύω το ευρύ φάσμα του συνδρόμου Μπάρτλεμπυ στη λογοτεχνία, πάει καιρός που μελετώ την ασθένεια, την ενδημική νόσο των σύγχρονων γραμμάτων, το αρνητικό ορμέμφυτο ή την έλξη προς το μηδέν, που κάνει ορισμένους δημιουργούς, ακόμα κι αν έχουν μια λογοτεχνική συνείδηση πολύ αυστηρή (ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό), να μη φτάνουν ποτέ στο σημείο να γράψουν· ή στην καλύτερη των περιπτώσεων να γράφουν ένα δυο βιβλία και έπειτα να εγκαταλείπουν τη γραφή· ή πάλι, αφού έχουν ξεκινήσει χωρίς προβλήματα ένα έργο, κι ενώ αυτό είναι σε εξέλιξη, κάποια μέρα να παραλύουν στην κυριολεξία για πάντα».

Μια άλλη απόπειρα ερμηνείας του Μπάρτλεμπυ αναζητά συγγένειες με άλλα κείμενα και συγγραφείς, μεταγενέστερα συνήθως. Ο αινιγματικός Μπάρτλεμπυ του Μέλβιλ είναι ένας άνθρωπος δίχως ιδιότητες, απ’ αυτούς που έχει πολλούς να επιδείξει ο εικοστός αιώνας· θα μπορούσε να είναι ένας ήρωας του Κάφκα, μια μορφή από τα τελευταία έργα του Μπέκετ ή από τα μυθιστορήματα του Σκαρίμπα, ή τα θεατρικά έργα του Ιονέσκο. «Ο απλοϊκός νιχιλισμός του Μπάρτλεμπυ», γράφει ο Μπόρχες, «μολύνει τους συναδέλφους του, ακόμη και τον αφελή κύριο που αφηγείται την ιστορία και του πληρώνει τα φανταστικά καθήκοντα. Θαρρείς και ο Μέλβιλ είχε γράψει: “Αρκεί να είναι παράλογος ένας άνθρωπος, για να είναι παράλογοι όλοι οι άνθρωποι και το σύμπαν”. Η Παγκόσμια Ιστορία βρίθει επαληθεύσεων αυτού του φόβου».

Ίσως γι’ αυτό η τελευταία φράση του βιβλίου είναι: «Ω, Μπάρτλεμπυ! Ω, ανθρωπότης!».

[Ο «Bartleby, the scrivener» του Χέρμαν Μέλβιλ κυκλοφορεί στα ελληνικά από την Εστία σε μετάφραση Νινίλας Παπαγιάννη, «Μπίλλυ Μπαντ και άλλες ιστορίες», από τον Καστανιώτη σε μετάφραση Μένη Κουμανταρέα, «Τρεις απόκληροι», και από την Άγρα σε μετάφραση Αθηνάς Δημητριάδου, «Μπάρτλμπυ, ο γραφέας».]

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

71455_513937148653206_32122162_n

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: