Κερτ Βόνεγκατ, Σφαγείο νούμερο πέντε (μυθιστόρημα), μτφ. Φίλιππος Χρυσόπουλος, εκδόσεις Κέδρος, 2008
«Δεν θέλησα σε καμιά περίπτωση να καλλιεργήσω τις καλλιεργημένες τάξεις. Φιλοδοξίες τέτοιου τύπου δεν είχα ποτέ· αντίθετα, ρίχτηκα στο κυνήγι ενός πιο σημαντικού θηράματος: των μαζών. Σπανίως επεδίωξα να τις διαπαιδαγωγήσω, αλλά έκανα ό,τι μπορούσα για να τις διασκεδάσω. Και μόνο η απλή διασκέδασή τους θα ικανοποιούσε τη μεγαλύτερη και πιο σταθερή μου φιλοδοξία.» Είμαι βέβαιος πως ο Κερτ Βόνεγκατ δεν θα δίσταζε ούτε στιγμή, αν καλούνταν, να προσυπογράψει μια τέτοια δήλωση – ίσως και να το έχει κάνει κάποτε. Πολλές φορές εξάλλου τον έχουν συγκρίνει με τον Μαρκ Τουέιν, στον οποίο και ανήκει η πατρότητα της φράσης. Γιατί το χιούμορ, από το αθώο καλαμπούρι και το απλό πείραγμα ξεκινώντας ως την ασεβή ειρωνεία και το μαύρο χιούμορ, αποτελεί και για τους δύο Αμερικανούς συγγραφείς το κυριότερο όπλο, άλλοτε αμυντικό και άλλοτε επιθετικό, απέναντι σε μια πραγματικότητα που προσφέρει καθημερινά δεκάδες λόγους για φωτεινό ή μαύρο γέλιο.
«Όταν μας βομβάρδιζαν στη Δρέσδη», γράφει στο τελευταίο βιβλίο του, Ένας άνθρωπος χωρίς πατρίδα, «και ήμασταν σ’ ένα υπόγειο με τα χέρια πάνω από τα κεφάλια μας για την περίπτωση που θα έπεφτε η οροφή, ένας στρατιώτης, λες και ήταν δούκισσα που καθόταν στην έπαυλή της μια κρύα, βροχερή νύχτα, είπε: “Αναρωτιέμαι, μια νύχτα σαν την αποψινή, πώς να τα φέρνουν βόλτα οι φτωχοί;”. Κανένας δε γέλασε, κι όμως ήμασταν χαρούμενοι που το είπε. Τουλάχιστον ήμασταν ακόμα ζωντανοί! Εκείνος το απέδειξε.»
«Είδα την καταστροφή της Δρέσδης. Είδα την πόλη πριν από την επίθεση κι έπειτα, βγαίνοντας από το αντιαεροπορικό καταφύγιο, την ξαναείδα και σίγουρα μία από τις αντιδράσεις μου ήταν το γέλιο. Μόνο ο Θεός ξέρει ότι μ’ αυτό τον τρόπο η ψυχή ανακουφίζεται». Το γέλιο, ωστόσο, δεν είναι πάντα εύκολο και δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση. Χρειάστηκε να περάσουν περισσότερα από είκοσι χρόνια για να κατορθώσει ο Βόνεγκατ να συνθέσει και να ολοκληρώσει το Σφαγείο νούμερο πέντε, το πιο γνωστό του μυθιστόρημα, στο οποίο, ως αυτόπτης μάρτυρας, δίνει τη δική του εκδοχή για μια από τις μεγαλύτερες σφαγές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η οποία διαπράχθηκε μάλιστα από την πλευρά των Συμμάχων: 135.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην επιδρομή που πραγματοποίησαν οι Άγγλοι κατά της Δρέσδης στις 13 Φεβρουαρίου του 1945.
Πρόκειται για ένα απολαυστικό και πρωτότυπο αντιπολεμικό μυθιστόρημα, το οποίο έκανε διάσημο τον συγγραφέα του όταν κυκλοφόρησε στην Αμερική, την εποχή του πολέμου στο Βιετνάμ, οπότε το αντιπολεμικό κίνημα βρισκόταν στην αποκορύφωσή του. Αν όμως ο αναγνώστης περιμένει (ή φοβάται) ότι θα διαβάσει ένα βιβλίο σαν το «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο» ή τη «Ζωή εν τάφω», θ’ αντιμετωπίσει μια μεγάλη έκπληξη. Γιατί το μυθιστόρημα του Βόνεγκατ δεν είναι ένα συνηθισμένο χρονικό του πολέμου, αλλά ένα ευφυές μεταμοντέρνο δημιούργημα στο οποίο συναντάμε την πιο αναπάντεχη, ίσως, και απολύτως επιτυχημένη ανάμειξη των πιο ανόμοιων αφηγηματικών ειδών. Πρόκειται για ένα ιδιόρρυθμο αντιπολεμικό έργο, αστείο και τραγικό συγχρόνως, σοβαρό όσο και παιγνιώδες, στο οποίο συμπλέκονται και συναιρούνται η αυτοβιογραφική μαρτυρία με την επιστημονική φαντασία και η σάτιρα με την ιστοριογραφία. Μυθιστόρημα αντιηρωικής φαντασίας, το έχει χαρακτηρίσει εύστοχα η Σώτη Τριανταφύλλου,
Η φράση με την οποία ανοίγει το βιβλίο είναι απολύτως χαρακτηριστική: «Όλα αυτά έχουν συμβεί, λίγο πολύ. Οι περιγραφές σχετικά με τον πόλεμο, τουλάχιστον, είναι αληθινές». Μόνο που βασικός πρωταγωνιστής των γεγονότων είναι ένας άνθρωπος που εκτός από το γεγονός ότι έχει πολεμήσει στην Ευρώπη κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και έχει αιχμαλωτιστεί από τους Γερμανούς (όπως και ο ίδιος ο Βόνεγκατ), έχει επίσης την ικανότητα να ταξιδεύει στον χρόνο και έχει πέσει θύμα απαγωγής από εξωγήινους οι οποίοι τον μετέφεραν στον πλανήτη τους. Στα βιβλία που γράφονται εκεί, καθώς πληροφορούμαστε, «δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος, δεν υπάρχει σασπένς, ηθικό δίδαγμα, ούτε αιτίες και αποτελέσματα», όπως περίπου συμβαίνει και στο Σφαγείο νούμερο πέντε.
Κι όμως, ένα τουλάχιστον «δίδαγμα» συναντάμε στο βιβλίο· το επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας: «Σε αυτή την ιστορία δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου πρόσωπα, σχεδόν καθόλου δραματικές συγκρούσεις, επειδή οι περισσότεροι άνθρωποι του βιβλίου είναι μπουχτισμένοι και άβουλα πιόνια τεράστιων και ανίκητων δυνάμεων. Τελικά, μία από τις σημαντικότερες συνέπειες του πολέμου είναι ότι αποθαρρύνει τους ανθρώπους από το να γίνουν πρόσωπο». Το ακριβώς αντίθετο δηλαδή απ’ ό,τι κάνει η τέχνη.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος