Ελένη Γαλάνη: Φαντάσματα κήπου σε άγονους καιρούς

13254855_10153904973117771_7519866322313273446_o

Ελένη Ν. Γαλάνη, Terrarium, Το Πείραμα του Ward, εκδ. Μελάνι, 2014

Η πρώτη, νομίζω, σκέψη που πέρασε από το μυαλό μου όταν έπιασα στα χέρια μου και ξεφύλλιζα το «Terrarium», δεύτερη ποιητική συλλογή της Ελένης Γαλάνη, ήταν η πρόδηλη αντίθεση του τίτλου αυτού με τον τίτλο του προηγούμενου βιβλίου της, του «Παρκούρ», το οποίο ως δραστηριότητα, καθώς σημειώνει η ποιήτρια, «είναι μια μη-ανταγωνιστική σωματική και πνευματική τέχνη που έχει ως στόχο την ταχύτατη και βέλτιστη δυνατή μετακίνηση από οποιοδήποτε σημείο του χώρου Α σε διαφορετικό σημείο Β, χρησιμοποιώντας μόνο τις ανθρώπινες σωματικές ικανότητες». Ό,τι χαρακτηρίζει λοιπόν την πρώτη συλλογή της Ελένης Γαλάνη είναι η κίνηση και η αλλαγή – αν και συχνά, εδώ που τα λέμε, πρόκειται για κίνηση εσωτερικού χώρου, όπως για παράδειγμα στους πρώτους στίχους του ποιήματος «Rodeo»: «Έκανα δέκα φορές το γύρο του σαλονιού / αγόγγυστα / σε κουβάλησα χωρίς να σπάσω / πάλεψα άλογα ανέχτηκα αλλόκοτα ελίχθηκα / με χίλιες περιστροφές αντιστάθηκα / σε τριγμούς, τραντάγματα, αναταράξεις / στη φυγόκεντρο συντριβή».

Το «Terrarium» αντιθέτως είναι ένας τόπος ακινησίας, ένας κήπος κλεισμένος μέσα σε γυαλί, ένα περιβάλλον μεταξύ θερμοκηπίου και ενυδρείου· είναι ένα τεχνητό κλειστό οικοσύστημα μέσα στο οποίο συντελούνται πάντως οι βασικότερες διαδικασίες και λειτουργίες της ζωής. Είναι λογικό, ίσως, να υποθέσει ο αναγνώστης πως η Γαλάνη χρησιμοποιεί τον όρο «Terrarium» με το ίδιο περίπου νόημα που χρησιμοποιούμε τη λέξη «ανθολογία», ως ένα βιβλίο δηλαδή όπου τα ποιήματα συλλέγονται και συγκεντρώνονται εκεί σαν να είναι άνθη. Εν προκειμένω δεν πρόκειται ωστόσο μόνο γι’ αυτό. Γιατί στη συλλογή της Ελένης Γαλάνη δεν φιλοξενούνται ποιήματα με αυτή την έννοια, αλλά άνθρωποι και φυτά που εναλλάσσουν μεταξύ τους τις ιδιότητές τους: «Υπάρχουν φυτά που ζούνε σαν ψάρια», διαβάζουμε σ’ ένα από τα ποιήματα του βιβλίου, «Ψάρια που ζούνε σαν φυτά / Άνθρωποι με φτερά, άνθρωποι με βράγχια / Άνθρωποι με φύλλα, με αγκάθια / Ανθίζουν, μαραίνονται, πολλαπλασιάζονται / στοιβάζονται, συστεγάζονται σε τερράρια / ακουάρια, γραφεία, στριμώχνονται / σε γυάλινα δωμάτια / μνημεία μοιάζουν θερμοκήπια / μέσα σε τραμ, μετρό, λεωφορεία / το οξυγόνο τους λιγοστεύει / η ανάσα σώνεται / το φως τους τελειώνει».

Στη συλλογή περιλαμβάνονται είκοσι επτά ποιήματα, στα οποία άνθρωποι και φυτά ταυτίζονται και γίνονται ένα είδος ζωής που διαβιεί μες στους στίχους, με κοινά αισθήματα, βιώματα, πάθη, γνωρίσματα και ιδιότητες. Όλα τα ποιήματα, εκτός από τρία, συστήνονται στον αναγνώστη, πριν ακόμη από τον τίτλο τους, με την επιστημονική ονομασία ενός φυτού, το οποίο εμφανίζεται επίσης μες στους στίχους του ποιήματος, άλλοτε έχοντας πρωταγωνιστικό, θα λέγαμε, ρόλο και άλλοτε απλώς συμπληρωματικό, άλλοτε με αλληγορική σημασία και άλλοτε κυριολεκτική. Αξίζει όμως να σταθούμε μια στιγμή στα τρία εκείνα ποιήματα που δεν αναφέρονται ή δεν βασίζονται σε ένα συγκεκριμένο φυτό, γιατί είναι, νομίζω, τα ποιήματα που δίνουν το γενικό πλαίσιο της ανθρωπογεωγραφίας της συλλογής.

Στο πρώτο απ’ αυτά, «Γυναίκες με ψυχή κήπου», εμφανίζονται οι πρωταγωνίστριες όλων των ποιημάτων –που ίσως είναι, ίσως δεν είναι παραλλαγμένες μορφές της ίδιας της ποιήτριας: «Υπάρχουν γυναίκες με ψυχή κήπου / ανθίζουν, μαραίνονται, φυλλορροούν, αιμορραγούν, / αναπαράγονται / με κιρκαδική ροή, με αυτιστική πλήξη / μέχρι να σβήσουν οριστικά ως / τον αφανισμό τους». Γυναίκες που καρτερικά περιμένουν τη μία θαυμαστική στιγμή, η οποία θα έρθει να δικαιώσει και να δώσει νόημα σε μια ολόκληρη ζωή. Στο επόμενο ποίημα, «Terrarium», το οποίο δίνει και τον τίτλο της συλλογής, επεκτείνεται το πεδίο των προσώπων (ανθρώπων και φυτών) που φιλοξενούνται στο βιβλίο και ορίζεται η μοίρα τους, να σκάβουνε το χώμα, να ξύνουνε με τα νύχια και με τις λέξεις τους τον τάφο τους και να μη βρίσκουνε ποτέ βυθό – σαν η φρικτή αυτή επανάληψη, ο ανυπόφορος αυτός εγκλεισμός, που είναι κάποτε η ζωή μας, να μην έχει τέλος. Το ποίημα «Φοιτολόγιο οικιακών θλίψεων» παρουσιάζει τον άλλο μόνιμο ένοικο του Terrarium, σταθερό συνοδό κάθε ζωής, που είναι οι θλίψεις μας οι αλλοτινές προσωποποιημένες: «δεν έχουν μέλλον / δεν έχουν ελπίδα / ν’ αγαπήσουν ν’ αγαπηθούν / άλλο πια δεν επιθυμούν / από το να ξαπλώσουν μαλακά / στη σελίδα τους / στο λευκό τους φύλο / να κοιμηθούν αμετάκλητα / και οριστικά / χωρίς αποσιωπητικά / ήρεμες πια // μαζί με τους νεκρούς τους».

cdff8dee-ef86-4fa8-ba33-c591d8841424_1

Η ταύτιση ανθρώπου και φυτού που διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή της Ελένης Γαλάνη αποδεικνύεται οπωσδήποτε ποιητικά γόνιμη, χωρίς η ποιήτρια να είναι η πρώτη ή η μοναδική που τη χρησιμοποιεί: η γλώσσα μας, κάθε γλώσσα δηλαδή, διαθέτει μεγάλο αριθμό σχετικών μεταφορικών εκφράσεων, που συνδέουν ανθρώπους με φυτά. Οι Αμαδρυάδες, επίσης, της ελληνικής μυθολογίας και η δεντρολατρία της μινωικής και μυκηναϊκής θρησκείας απηχούν παρόμοιες αρχαιότατες ιδέες. Στη νεότερη ποίησή μας ξεχωρίζει η περίπτωση του Δ.Π. Παπαδίτσα, πολλά ποιήματα του οποίου συνδέουν τον άνθρωπο με το φυτό: «Η όραση μου είναι από φυτό», διαβάζουμε σ’ ένα του ποίημα, «Ναι η όρασή μου είναι φυτό με τη ρίζα του το στέλεχος τα φύλλα του / Με την ευχάριστη οσμή και τη γλυκιά ή πικρή γεύση του / Με τις κλέφτρες εποχές που του τρων τα φύλλα / Και τους διαβάτες που το ξεριζώνουν». Η πρωτοτυπία και το ενδιαφέρον του «Terrarium», όσον αφορά τη σύλληψη της ιδέας, βρίσκεται λοιπόν κυρίως στο μεγάλο εύρος των δυνατοτήτων της που εκμεταλλεύεται η ποιήτρια, τοποθετώντας μάλιστα τη «δράση» στον κλειστό χώρο ενός terrarium ή ενός δωματίου, όπως υπαινίσσεται (και συνοψίζει) το τελευταίο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «Είκοσι επτά ιστορίες φαντασμάτων» (είκοσι επτά, όσα και τα ποιήματα της συλλογής δηλαδή).

Όσο αδειάζει τόσο μεγαλύτερο γίνεται το δωμάτιο

οι αγαπημένοι φεύγουν

κρατούν την ψυχή τους αναμμένο κερί

στην παλάμη τους

τη φρόντισαν τη βάσταξαν όπως μπόρεσαν

κίτρινο λουλούδι μαλακό στον ρέοντα κόσμο

σε καιρούς αγονίας

πλημμυρών

ανάχωμα

τώρα περιμένουν καρτερικά

τον μεγάλο κατακλυσμό

το ξερίζωμα

κι η σειρά όλο μικραίνει

οι σκιές εγκαθίστανται

το σκοτάδι κερδίζει

Ο τελευταίος θα διηγηθεί την πιο παράξενη ιστορία

θα πει για τα παιδιά που τα βρήκε η νύχτα

να παίζουν ξυπόλυτα

στους ασπάλαθους

για τις φωνές και τα γέλια τους

που αντηχούσαν δυνατά

μες στους κήπους

θα την αφηγηθεί με φωνή στεντόρεια καθαρή

σα να ‘ναι αυτή η πρώτη ιστορία του κόσμου

η ομορφότερη

κι ας ξέρει πως δεν έχει μείνει πια να την ακούσει κανείς

ύστερα θα κλείσει την πόρτα πίσω του

απαλά παίρνοντας μαζί

και το φως του

Όπως, εξ όνυχος, φαίνεται και από αυτό το ποίημα, τα θέματα της Ελένης Γαλάνη δεν διαφέρουν σε σημαντικό βαθμό από τα θέματα που η ποίηση εδώ και χιλιετίες επεξεργάζεται. Είναι η θλίψη και η ήττα, ο έρωτας και η συντριβή, το παρελθόν και η μνήμη, η απουσία, τα όνειρα κι η παιδική ηλικία που έχουμε εγκαταλείψει, η απώλεια, ο θάνατος των αγαπημένων. Κι ακόμα, τα θύματα των πολέμων, οι Σύροι, οι Σέρβοι, οι γυναίκες που δεν έχουν καμία εξουσία στο ίδιο τους το σώμα, εκείνες που διεκδικούν το αυτονόητο. Κι όμως ο τρόπος που η ποιήτρια πραγματεύεται και χειρίζεται αυτό το κοινό αλλά φλέγον υλικό διαφέρει από τον τρόπο των περισσοτέρων ποιητών σήμερα. Το σημαντικότερο θεωρώ κατόρθωμα της Ελένης Γαλάνη σε αυτό το βιβλίο της, ποιητικό κατόρθωμα που σε κάποιον βαθμό οφείλεται και στη χρήση της ιδέας του terrarium αλλά κυρίως, εννοείται, στην ποιητική της ευφυΐα, είναι η απουσία του συνήθους στην ποίησή μας άμεσου και ανεπεξέργαστου προσωπικού εξομολογητικού τόνου και της συνακόλουθης συναισθηματολογίας· αυτό που, ευτυχώς, λείπει, για να το πω αλλιώς, είναι η υπερβολή του συναισθήματος εις βάρος της κατασταλαγμένης αποτύπωσης των στιγμών και των ψυχικών καταστάσεων που θέλει να διασώσει η ποιήτρια.

Η θλίψη, φερ’ ειπείν, με όποιο όνομα και αν την αποκαλέσουμε (λύπη, μελαγχολία, κατάθλιψη, στενοχώρια, νοσταλγία, πόνος), δεν απουσιάζει από καμία ζωή και, κατά συνέπεια, από καμία ποιητική συλλογή. Και όμως, η Γαλάνη καταφέρνει να μιλήσει γι’ αυτήν με τρόπο που να μη θυμίζει κάτι που ήδη το έχουμε διαβάσει, με τρόπο που να μην εκμαιεύει την εύκολη συγκίνηση, αλλά έτσι που να μας επιτρέπει να αναγνωρίζουμε στην περιγραφή της ό,τι και οι ίδιοι έχουμε δοκιμάσει απ’ αυτήν: «…η θλίψη», λέει, «δεν / είναι βασιλικό προνόμιο δεν / έχει πρωτόκολλα δεν / τηρεί τα προσχήματα δεν / κάνει διακρίσεις δεν / είναι κληρονομικό / δικαίωμα είναι / φυτό οικιακό / γονιμοποιεί ανάσες φωτοσυνθέτει / συντρίβει ριζώνει στρογγυλοκάθεται όπου ενδημούν / φλέβες φιλιά πληγές ανοιχτές ρωγμές αδιόρατες φθορές / φθαρτών ζωές / ζώντων με το έτσι θέλω / κρατά το άρωμά της καιρό / αφού έχει μαραθεί…».

Αποτελεί σταθερό, νομίζω, χαρακτηριστικό της ποίησης της Ελένης Γαλάνη αυτή η συσσώρευση λέξεων, κυρίως ρημάτων και ουσιαστικών, που παρατηρούμε σε αυτούς τους στίχους, χωρίς σημεία στίξης ή συνδετικές λέξεις ανάμεσά τους, όπως και ο συχνός διασκελισμός, που προβληματίζει τον αναγνώστη αν πρέπει να κάνει μια παύση στο τέλος κάθε στίχου, όπως η οπτική εικόνα του ποιήματος επιτάσσει, ή μήπως να συνεχίσει την ανάγνωση ακολουθώντας τη νοηματική συνέχεια. Έτσι όμως το ποίημα κερδίζει σε ευελιξία και δύναμη, καθώς αφήνεται να αναπτύσσεται ελεύθερο, μοιάζοντας και αυτό με τα φυτά που συνεχώς μες στα ποιήματα και μες στη ζωή μας μεγαλώνουν και καταλαμβάνουν όλο τον χώρο: «Στο σπίτι μας δεν ανθίζουν εποχές / Ανθίζουν τα μαλλιά μας / Συχνά ακούς τριγμούς μες στην σιωπή / φυλλώματα σέρνονται στα δωμάτια / πέπλα ριχτάρια παντού κρέμονται / στα πόδια, στην πλάτη, φίδια ζωντανά στα πλευρά μας».

Μα έτσι αυτή που τελικά κερδίζει, αυτό που τελικά μένει, είναι η ποίηση. Ακόμα κι αν στο τέλος μένουμε μόνοι, «αθώοι και μόνοι στη συντριβή / παρ’ όλη την αγάπη», ακόμα κι αν είμαστε αναλώσιμοι για την προσδοκία, ακόμα και αν «όταν ξυπνήσουμε / θα είναι για όλα αργά», ακόμα και αν «απ’ όποια πλευρά κι αν το δεις // Νικηθήκαμε», μοτίβα που συνεχώς επανέρχονται στα ποιήματα, η ποίηση κάνει τη δουλειά της, ο ποιητής αιμορραγεί για μας και αφήνει το ματωμένο σημάδι του που μας παρηγορεί και μας εγκαρδιώνει: «οι ποιητές ψυχορραγούσαν // σε παγκάκια, βιβλιοθήκες, λεωφορεία, στις καρέκλες των γραφείων τους / σε αναρρωτήρια, ΔΟΥ, σε καταστήματα τραπεζών / το ίχνος τους διάφανο στην αρχή γινόταν κόκκινο / μέρα με την ημέρα / ώσπου δεν μπορούσαν πια να σταθούν πουθενά / χωρίς να λερώσουν ντρέπονταν / τους άστεγους, τους άνεργους, τους οδοκαθαριστές, / τη μάνα, / όρθιοι περιφέρονταν / στους δρόμους άεργοι / οι ποιητές». Άεργοι μα απαραίτητοι, θα προσθέσω.

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

255403_10150196939952771_6222619_n

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s