Άννα Αχμάτοβα, “Αγριόχορτο”, μτφ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, σελ. 52, εκδ. s@mizdat, 2015. “Τα 3Μ”, μτφ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, σελ. 68, εκδ. s@mizdat, 2015. “Anno Domini MCMXXI”, μτφ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, σελ. 84, εκδ. s@mizdat, 2014. “Τρεις ποιητικοί κύκλοι”, μτφ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, σελ. 80, εκδ. s@mizdat, 2014 & Άννα Αχμάτοβα, “Ελεγείες του Βορρά”, μτφ. Ασπασία Λαμπρινίδου, σελ. 46, εκδ. poema, 2014. “Στην άκρη της θάλασσας”, μτφ. Ασπασία Λαμπρινίδου, σελ. 28, εκδ. poema, 2013.
Ανάμεσα στα τέλη της πρώτης και στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα εμφανίστηκαν και συνυπήρξαν μερικές από τις σημαντικότερες μορφές της ρωσικής ποίησης – αλλά και της παγκόσμιας, όπως έμελλε τα χρόνια που πέρασαν να αποδείξουν. Κεντρικός τόπος συνάντησής τους, όχι μοναδικός ωστόσο, υπήρξε το καλλιτεχνικό καμπαρέ “Αδέσποτος σκύλος” στην Αγία Πετρούπολη, ένας ακόμη σταθμός στη συναρπαστική ιστορία των πρωτοποριών του εικοστού αιώνα, η οποία θα ‘λεγε κανείς διαδραματίστηκε σε τέτοιους κυρίως χώρους: σε μικρά καφενεία, σε υπόγεια καμπαρέ και σε ανυπόληπτα μπαράκια. Τη συντροφιά αποτελούσαν, με διαφορετική κατά καιρούς σύνθεση και με διάφορους βαθμούς σύμπνοιας, κυρίως ο Όσιπ Μαντελστάμ και η Μαρίνα Τσβετάγεβα, ο Μπόρις Παστερνάκ και η Άννα Αχμάτοβα, αλλά κάποτε και ο Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι και ο Βέλιμιρ Χλέμπνικωφ, θρυλικές μορφές όλοι τους της μοντέρνας ρωσικής ποίησης.
Η γνωριμία του ελληνικού αναγνωστικού κοινού με τους συγγραφείς αυτούς υπήρξε ευθύς εξαρχής προβληματική και δύσκολη, άλλοτε λόγω της σοβιετικής τους καταγωγής και άλλοτε λόγω ακριβώς της αντίδρασής τους στο κομμουνιστικό καθεστώς της πατρίδας τους. Εξαίρεση αποτελεί ίσως ο Μαγιακόφσκι ο οποίος, είτε έτσι είτε αλλιώς, κατάφερνε να γίνεται δεκτός από όλους. Η Άννα Αχμάτοβα όχι. Γεννημένη το 1889 θα ζήσει εβδομήντα επτά χρόνια και θα γίνει μάρτυρας (τόσο με την έννοια του θεατή, όσο και με αυτή του θύματος) ενός ανεπανάληπτου αιώνα. Έζησε δύο παγκοσμίους πολέμους και μία συντριπτική επανάσταση, έζησε πλήθος απεγνωσμένους έρωτες, θανάτους και τρεις δύσκολους γάμους. Βίωσε τις ”συνήθεις” σταλινικές διώξεις, οι οποίες δεν περιορίστηκαν στην ίδια και το έργο της, αλλά στράφηκαν με σφοδρότητα και εναντίον των φίλων της καλλιτεχνών και του γιου της. Βαθιά ριζωμένη όμως στον τόπο της δεν θα εγκαταλείψει την Πετρούπολη με το μεγάλο κύμα συγγραφέων που έφυγαν μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Το 1917 θα απορρίψει μάλιστα και δημόσια, σ’ ένα από τα γνωστότερα ποιήματά της, τον εκπατρισμό και πολλά χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια του β΄ παγκοσμίου πολέμου, όταν θα την αναγκάσουν ν’ απομακρυνθεί από την πολιορκημένη από τους Ναζί πόλη, θα γράψει τους εξαίσιους στίχους: «Πόσοι ορίζοντες πόλεων / Θα μπορούσαν να ζωγραφίσουν δάκρυα στο βλέμμα μου. / Αλλά ξέρω μόνο μια πόλη σ’ όλη την οικουμένη / Και μπορώ να βρω το δρόμο μου εντός της ακόμα και στον ύπνο μου.
Η επίσημη άποψη του κόμματος για την ποίησή της, όπως αυτή εκφράζεται από τον γνωστό και καταξιωμένο κριτικό τέχνης και λογοτεχνίας Αντρέι Ζντάνοφ, είναι η εξής: «Το ευρετήριο της ποίησής της είναι φτωχικότατο, είναι η ποίηση της τρελαμένης κυρίας του σαλονιού που κινείται μεταξύ μπουντουάρ και στασιδιού». Ο σημερινός αναγνώστης, φυσικά, δεν θα βρει τίποτε τέτοιο στα ποιήματα της Αχμάτοβα. Αντιθέτως θα διαβάσει μια ποίηση που μετουσιώνει το προσωπικό σε συλλογικό και εκφράζει την οργή και την απελπισία, το πένθος και την απόγνωση, τη νοσταλγία και τη μελαγχολία, την ερωτική οδύνη και τον γνησιότερο πατριωτισμό, την αγάπη για την ύπαιθρο και για την Πετρούπολη, όλες τις βαθιές αντιφάσεις του ρωσικού λαού.
Για πολλά χρόνια το “Ρέκβιεμ”, ένα ποίημα για τον φυλακισμένο γιο της και για τα εκατομμύρια άλλα θύματα της σταλινικής θηριωδίας, ήταν το μόνο μεταφρασμένο στα ελληνικά βιβλίο της, δημιουργώντας μια μονομερή εικόνα για την ποίησή της. Ακολούθησαν βέβαια κάποιες ακόμη μεταφράσεις (όχι πάντα από τα ρωσικά), που ελάχιστα μόνο κατόρθωσαν να καταστήσουν τη μορφή της Αχμάτοβα πιο οικεία στον Έλληνα αναγνώστη. Η κατάσταση έχει μεταβληθεί εντελώς τα τρία τέσσερα τελευταια χρόνια με την εμφάνιση πλήθους αυτοτελών εκδόσεών της στη γλώσσα μας, οι οποίες οφείλονται σε δύο κυρίως μεταφραστές από τα ρωσικά, τον επίμονο Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη στις εκδόσεις s@mizdat και την Ασπασία Λαμπρινίδου στις εκδόσεις poema.
Οι ποιητικές συνθέσεις “Στην άκρη της θάλασσας” και “Ελεγείες του Βορρά” μεταπλάθουν ποιητικά στιγμές της ζωής και της εποχής της Αχμάτοβα, από την παιδική της ηλικία πλάι στη θάλασσα μέχρι τα τελευταία δύσκολα χρόνια: “Αλλάζουν τα ονόματα των πόλεων / και μάρτυρες των γεγονότων δεν υπάρχουν: / με ποιον να κλάψεις και ποιον να θυμηθείς. / Και ξεμακραίνουν από μας οι σκιές αργά, / αυτές οι σκιές που πια δεν τις καλούμε, / που θα ‘ταν τρομερός για μας ο γυρισμός τους”. Το πρώτο από τα δύο αυτά ποιήματα περιλαμβάνεται και στον τόμο “Τρεις ποιητικοί κύκλοι”, σε μετάφραση Δημήτρη Β. Τριανταφυλλίδη, μαζί με τη σκοτεινή και αινιγματική σύνθεση “Όλης της γης τους δρόμους” και “Τα μυστικά της τέχνης”, όπου η ποιήτρια μπάζει τον αναγνώστη στο εργαστήριό της, “Να ξέρατε μονάχα από τι σουπίδια / γεννιούνται τα ποιήματα, ντροπή δε ξέρουν, / σαν πικραλίδα κίτρινη στο φράχτη, / σαν κολλιτσίδα και λοποτιά”.
Ο μικρός τόμος “Τα 3 Μ” περιέχει τρία διαφορετικά πεζά κείμενα, προσωπικών αναμνήσεων κυρίως, που έγραψε η ποιήτρια για τον Οσίπ Μαντελστάμ, τον Αλεξάντρ Μπλοκ και τον Αμαντέο Μοντιλιάνι – οι νοσταλγικές και στοχαστικές σελίδες, αυτού του τελευταίου κειμένου, που αφιερώνει στο προπολεμικό Παρίσι των καλλιτεχνών και των μποέμ θα γοητεύσουν και τον πιο απαιτητικό αναγνώστη. Το “Αγριόχορτο” και το “Anno Domini MCMXXI” είναι η τέταρτη και η πέμπτη κατά σειρά ποιητικές συλλογές της Άννας Αχμάτοβα, με χρονολογίες κυκλοφορίας το 1921 και 1922 αντίστοιχα. Πρόκειται για τα δύο βιβλία που δημοσίευσε η ποιήτρια λίγο πριν της απαγορευθεί, για είκοσι σχεδόν χρόνια, η άσκηση του συγγραφικού επαγγέλματος από το επαναστατικό καθεστώς της χώρας της. Η Αχμάτοβα αντιστέκεται στην κάθε μορφής απώλεια που σήμαινε για την ίδια και για τους συγχρόνους της η οκτωβριανή επανάσταση μιλώντας για τα πράγματα που ξέρει καλά – και για εκείνα που αναγκάστηκε να μάθει: τον έρωτα και τα τραύματα, τον αποχωρισμό και τη φύση, την πατρίδα και τη μνήμη, τη μοίρα. “Καλά είναι εδώ: και τρίζει και θροΐζειˑ / Κάθε πρωί πιο δυνατή η παγωνιά / Κάνει τις παγωμένες κι εκτυφλωτικές τριανταφυλλιές / Να προσκυνούν την φλόγα την λευκή. / Και ένα ίχνος πάνω / Στο χιόνι το πυκνό θυμίζει πως / Κάποτε, σ’ αιώνες μακρινούς, / Εμείς οι δυο περπατήσαμε εδώ”.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος