Ανθή Μαρωνίτη «Η μόνη της περιουσία» [ποιήματα], σελ. 46, εκδ. Άγρα, 2015
«Η μόνη της περιουσία» (εκδ. Άγρα) είναι το όγδοο κατά σειράν ποιητικό βιβλίο της Ανθής Μαρωνίτη. Ποιήματα με μαστορικά ελεγχόμενη λυρική και στοχαστική ένταση που δεν ξεχειλίζει στην επιφάνεια του ποιήματος, αλλά ούτε χάνεται στα βάθη του, καθώς η ποιήτρια υποβάλλει σκέψεις, αισθήσεις και αισθήματα χωρίς όμως να εξηγεί, να περιγράφει ή να αφηγείται: «Και που υπήρξες κάποτε / ποιος θα το θυμάται / Σε μαύρη αχλή βουλιάζουμε». Η ποίηση, όπως την αντιλαμβάνεται η Μαρωνίτη, ή ίσως κάθε ποιητής, είναι ό,τι μπορεί να μας κρατήσει έξω απ’ αυτή τη μαύρη αχλή, από το θράσος των ανθρώπων, τη λαγνεία, την απληστία, τον θάνατο, τους φόβους: «Α! Τα άψογα της άνοιξης / ξεχνάς τον άγριο χειμώνα». Κι είναι ό,τι δικό μας θα διασωθεί, ενδεχομένως, από το πέρασμα του χρόνου.
Η συλλογή, μετά από ένα εισαγωγικό ποίημα το οποίο ανοίγει τον δρόμο, παραμερίζοντας τη σιωπή, για να ακουστεί η φωνή της ποιήτριας, «κι ευχαριστώ τη δύστροπη σιωπή: / υποχωρεί για λίγο / αρθρώνοντας φωνή», οργανώνεται σε δύο μέρη με έντεκα ποιήματα το καθένα. Το πρώτο μέρος τιτλοφορείται «Πορτρέτα» και περιλαμβάνει αδρά σχεδιασμένες αλλά εναργείς εικόνες ανθρώπινων τύπων και μυθικών προσώπων, που κάποτε μοιράζονται, καταπώς φαίνεται, χαρακτηριστικά τους με την ποιήτρια και άλλοτε τη βοηθάνε να ορίσει την πραγματικότητα. Είναι μεταξύ άλλων η Ελένη, «Αναίσθητη εσύ / μόνο το μύθο σου ζωντάνευες / στο αιώνιο πέρασμά σου», η Κλυταιμνήστρα, ο Οδυσσέας, ο Ώριμος, η Γυναίκα, ο Νέος, «Ώρες πολλές στην καφετέρια / Κρυμμένες καλά οι φιλοδοξίες», Ο ποιητής, ο Γέρος, «Εκρήξεις ακατέργαστου εγωισμού / ‐ τρόπος να επιβιώνει / Σφιχτό το χέρι του // Κάποτε αδύναμη λεπτή φωνή / Μείγμα ματαίωσης και νοσταλγίας».
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, με τον τίτλο «Σήμερα», διακρίνεται καθαρότερα, αδιαμεσολάβητα θα λέγαμε, η κατάσταση του κόσμου και η στάση της ποιήτριας μέσα σε αυτόν, όπου οι ευθείες επιθέσεις και οι παράπλευρες απώλειες είναι καθημερινές: «Μαζί με άλλα λιγόστεψαν και τα πουλιά // Κανένα μήνυμα χελιδονιού / Καμιά άνοιξη δεν ξημερώνει // Κάποιο σπουργίτι πότε πότε / τολμάει την αξεπέραστη ελαφράδα του» και είναι αβέβαιο «αν σώζεται ακόμη ο ήλιος / αν σώζεται και το φεγγάρι». Η αγάπη, αίσθημα ακατανόητο, η μοναξιά, δίκοπο μαχαίρι, άλλοτε σφάζει άλλοτε προστατεύει «Κι εμείς, δίχως έπη / δίχως ήρωες και θεούς / Χιλιάδες χρόνια». Μόνη διέξοδος η μνήμη, «τούτο το μυστήριο / ορχήστρα του περασμένου χρόνου», που είναι όμως πάντα παρούσα μέσα μας, και η στιγμή, το παρόν που ζούμε: «αγάπησέ την έτσι λειψή και άπονη / Οι καταθέσεις της σε αρχεία σκονισμένα / η μόνη σου περιουσία». Αυτό το μέγιστον μάθημα της ποίησης.
[Από το Ανοιχτό βιβλίο της Εφημερίδας των συντακτών, 11 Ιουλίου 2015]
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος