Περικλής Μονιούδης, Στους κόλπους των πόλεων (Θεσσαλονίκη, Βερολίνο, Ζυρίχη, Αλεξάνδρεια), μτφ. Ιωάννα Α. Αποστόλου, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2005, σελ. 109
Ο Ζωρζ Περέκ συνέθεσε κάποτε Διακόσιες σαράντα τρεις καρτ-ποστάλ σε πραγματικά χρώματα, δημιουργώντας ένα ενιαίο κείμενο, το οποίο δημοσίευσε το 1978 προσφέροντας για ανάγνωση ένα εξαιρετικό ταξιδιωτικό καλειδοσκόπιο, από αυτά που δύσκολα κάποιος άλλος εκτός από τον ίδιο θα μπορούσε να συλλάβει και να ολοκληρώσει. Ο Ηλίας Πετρόπουλος, πέντε χρόνια αργότερα, συνοψίζει τη μακρά παραμονή του στο Βερολίνο σε μια συλλογή εξήντα περίπου μικρών ποιημάτων, στην οποία αποτυπώνεται με τον πιο γοητευτικό τρόπο τόσο η φυσιογνωμία της πόλης όσο και η αιρετική ματιά του συγγραφέα – τίτλος In Berlin. Κάτοικος, επίσης, του Βερολίνου ο Περικλής Μονιούδης, γεννημένος, ωστόσο, στη Ζυρίχη από γονείς Έλληνες της Αλεξάνδρειας, δοκιμάζει και αυτός με τη σειρά του, στις μέρες μας πια, να αφηγηθεί το γρήγορο ή βραδύ πέρασμά του από τέσσερις σημαίνουσες, για τον ίδιο, πόλεις κάνοντας χρήση της ίδιας, πάνω-κάτω, υπαινικτικής μεθόδου. Αποτέλεσμα είναι ένα ερεθιστικό ταξιδιωτικό βιβλίο αποτελούμενο από σχεδόν τριακόσιες σύντομες καταγραφές, χωρισμένες σε τέσσερις ενότητες, όσες και οι πόλεις που επισκέπτεται ο συγγραφέας με το σημειωματάριό του στο χέρι: Θεσσαλονίκη, Βερολίνο, Ζυρίχη και Αλεξάνδρεια.
Με την εξαίρεση της Θεσσαλονίκης, η οποία, ωστόσο, προτάσσεται Στους κόλπους των πόλεων, η σύνδεση των τριών άλλων πόλεων με τη ζωή του συγγραφέα είναι διάφανη και δραστική. Το Βερολίνο, μάλιστα, υπάρχει ως τόπος περιπλάνησης, ενδελεχούς παρατήρησης και περιγραφής εκ μέρους του Μονιούδη και στο εξαιρετικό παλαιότερο μυθιστόρημά του Παλλάδιο, το οποίο επίσης κυκλοφορεί στα ελληνικά, από τις Εκδόσεις της Εστίας, μεταφρασμένο και αυτό από την Ιωάννα Α. Αποστόλου. Είναι στη Θεσσαλονίκη, όμως, που ο ελληνικής καταγωγής γερμανόφωνος συγγραφέας φαίνεται να ανακτά τη μητρική του γλώσσα: η τελευταία καταγραφή από την πόλη αυτή είναι μια πρόσκληση για επικοινωνία προς τον επισκέπτη από μια άγνωστή του νεαρή γυναίκα την οποία συναντά στο εργαστήριό της: «Ναι, παρακαλώ;». Σε αυτό ακριβώς το σημείο επιλέγει ο Μονιούδης να σταματήσει τις σημειώσεις του από την πόλη του ελληνικού βορρά, προκειμένου, ενδεχομένως, να ξεκινήσει για τον ίδιο η απευθείας πια επαφή με τους ανθρώπους που γνωρίζει.
Δεν είναι, πάντως, η λεκτική επικοινωνία που πρυτανεύει στις περιπλανήσεις και στις περιγραφές των πόλεων από τον συγγραφέα. Ο Μονιούδης, σε αυτό τουλάχιστον το βιβλίο του, είναι ένας περιηγητής που – ακόμη και όταν συνοδεύεται από μια γυναίκα, όπως πράγματι συμβαίνει ορισμένες φορές – παρατηρεί και καταγράφει χωρίς να επιζητεί τον διάλογο με τους αυτόχθονες ή, τουλάχιστον, δεν επιμένει σε αυτόν. «Όταν είσαι με παρέα δεν υπάρχει τίποτε να σημειώσεις», εξηγεί ο ίδιος σ’ έναν από τους αφορισμούς του. Προνομιακή συνθήκη για την περιήγηση, όπως εφαρμόζεται εδώ από τον συγγραφέα, είναι η μοναξιά μέσα στο πλήθος, χωρίς, ωστόσο, το υπαρξιακό και κοινωνιολογικό περιεχόμενο του όρου. «Σημειώνει κάτι. Στο πεζοδρόμιο τον προσπερνούν, όπως κάνουν και με όλους όσους στέκονται κάπου». Αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος του αφηγητή: ακίνητος ή βαδίζοντας σε δρόμους και σε πλατείες κοιτάζει γύρω του όσα κανείς δεν στέκει να παρατηρήσει. «Μια κοπέλα περνάει από μπροστά, κρατώντας μια σακούλα μήλα. Κανείς δεν της δίνει σημασία».
Μια άγνωστη κοπέλα που περνάει, τα αδέσποτα σκυλιά που κυκλοφορούν στους δρόμους, η ελληνική λέξη ορφανοτροφείο, η ώρα της ανατολής του ηλίου, μια κόκκινη πλαστική σακούλα γεμάτη με λουκάνικα (ή χέλια;), ο καπνός ενός τσιγάρου, τα αγάλματα στο μουσείο, ένα προφυλακτικό (ή τσούχτρα;) που επιπλέει στον ποταμό, τα μαλλιά μιας νεαρής γυναίκας που μυρίζουν λεμόνι. Σε τέτοιες κι ένα σωρό παρόμοιες λεπτομέρειες εστιάζει το βλέμμα του ο Περικλής Μονιούδης και με λόγο καίριο και λιτό καταγράφει τις εντυπώσεις του από τις τέσσερις πόλεις που επισκέπτεται. Δεν επιχειρεί, ωστόσο, καμία ερμηνεία της πραγματικότητας ούτε επιθυμεί να αφηγηθεί και να εξηγήσει την προσωπική του εμπλοκή με όσα συναντά. Γιατί, όπως επισημαίνει σε προηγούμενο βιβλίο του, «ο Κόσμος ερμηνεύεται, το μόνο που χρειάζεται να κάνει κανείς είναι απλώς να κάθεται και να ακούει προσεχτικά, ο Κόσμος αναλύεται μόνος του». Ο αναγνώστης γνωρίζει, εννοείται, πως καμία αφήγηση ή καταγραφή δεν μπορεί να είναι ουδέτερη και γνωρίζει, επίσης, πως αυτό που βρίσκει Στους κόλπους των πόλεων δεν είναι παρά μια προσωπική, ευφυής και πλάγια, ερμηνεία της πραγματικότητας και γι’ αυτό μια άκρως ενδιαφέρουσα ερμηνεία.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος