Γιώργος Μαρκόπουλος, Ποιήματα 1968-2010 (Επιλογή), σελ. 194, εκδ. Κέδρος, 2014
Το σύντομο σημείωμα του ποιητή που προηγείται των «Ποιημάτων 1968-2010» του Γιώργου Μαρκόπουλου καθοδηγεί τον αναγνώστη να αντιμετωπίσει το βιβλίο που κρατάει στα χέρια του ως μία ενιαία συλλογή κι ας περιέχει επιλεγμένα, από τον ίδιο, ποιήματα σαράντα δύο χρόνων: «Στην ανά χείρας έκδοση, εκτός από τις συλλογές «Μη σκεπάζεις το ποτάμι» και «Κρυφός κυνηγός» που παρέμειναν όπως είχαν τυπωθεί αρχικά, στις άλλες [πέντε συλλογές] έγινε μια πάρα πολύ αυστηρή επιλογή, ενώ αρκετά από τα ποιήματα έχουν υποστεί από απλές μέχρι και δομικές αλλαγές, αφού πιστεύω», εξηγεί ο ποιητής, «ότι, από τότε που ξεκίνησα να γράφω, επεξεργάζομαι και συμπληρώνω μία και την αυτή συλλογή». Έτσι λοιπόν δεν είναι, νομίζω, εντελώς αυθαίρετη η επιλογή να δώσουμε κεντρική ερμηνευτική θέση στο ποίημα «Η φοβερή πατρίδα μου» που –κατά σύμπτωση βέβαια– βρίσκεται στο κέντρο περίπου του βιβλίου.
Πρόκειται για το ποίημα που αφηγείται τον νόστο της πεθαμένης μητέρας του ποιητή από την Αθήνα πίσω στον γενέθλιο τόπο: «Το κοιμητήριο ήσυχο, όταν εφτάσαμε μετά, / της φοβερής πατρίδας μου, / και πρόσχαροι οι συμπατριώτες μας και γελαστοί τους όλοι / στις φωτογραφίες τους επάνω στους σταυρούς». Ένα ταξίδι πίσω στην πατρίδα και ταυτόχρονα στην παιδική ηλικία, που με μέσο του κυρίως τη μνήμη, αλλά και τη φαντασία, συχνά επιχειρεί ο Γιώργος Μαρκόπουλος στα ποιήματά του. Κι ας είναι κάποτε δύσκολη ή και αδύνατη η επιστροφή, ο ποιητής δεν μπορεί παρά να την επιχειρεί: «Μια φωνή μού φώναζε χθες στον ύπνο / “έλα να δεις τα στέκια σου / που έτρεξες – μου έλεγε – παιδί”, / “εγώ δεν ημπορώ να δω τα στέκια μου / γιατί είναι η καρδιά μου κάρβουνο”, την απαντούσα, / “έλα να δεις τα πρώτα σου τα χρόνια / και τις πηγές τις δροσερές, έλα”, μου ξαναέλεγε η φωνή!».
Μια ζωή κομμένη στη μέση βρίσκεται έτσι να ζει ο ποιητής και με την ποίησή του μάχεται να κρατήσει τα κομμάτια της ενωμένα. Απ’ τη μία μεριά είναι τα παιδιά που κρύβει μέσα του, όσα υπήρξε ο ίδιος στις περασμένες ηλικίες του και μοιάζει να έχουν πια χαθεί, και όσα συνάντησε εκείνα τα ίδια χρόνια στον τόπο όπου μεγάλωνε, μακριά πολύ από την ξενοιασιά που έχουμε συνηθίσει να συνδέουμε με την παιδικότητα: «Οι κλειστές μπλούζες / είναι για να κρύβουν τις σκοτεινές αραχνιασμένες τρύπες / που άφησαν οι αόρατες σφαίρες μες στα σπλάχνα μας / στα παιδικά μας χρόνια». Απ’ την άλλη μεριά είναι τα χρόνια της ενηλικίωσης και της ωριμότητας στην πόλη: η Αθήνα κι ο Πειραιάς, οι λαϊκές συνοικίες με τα μαραμένα απογεύματα στα καφενεία, η Καισαριανή τα βράδια του φθινοπώρου, «η θλίψις του προαστίου», οι πόρτες των πολυκατοικιών που «θυμίζουν κάτι παλιά αρχοντικά μαυσωλεία / που τα ξέχασαν», η μοναξιά, η φτώχεια, η εξαθλίωση, οι ματαιωμένες φιλοδοξίες: «Πέντε δρόμοι είν’ η Αθήνα / και εδώ κλειστήκαμ’ όλοι, κάθε καρυδιάς καρύδι, / κι εκείνο κει το πούστικο τ’ απωθημένο / που δεν λέει ποτέ να βγει».
Μεταξύ επαρχίας και πόλης, μεταξύ παιδικής ηλικίας και ηλικιακής ωριμότητας, μεταξύ μοναχικότητας και συντροφικότητας, μεταξύ εσωτερικότητας και ιστορίας αναπτύσσεται η ποίηση του Γιώργου Μαρκόπουλου· κι ο ποιητής άλλοτε μιμείται με τα λόγια του τις «ενστικτώδεις κινήσεις προφυλάξεως / κάποιου τρομαγμένου ζαρκαδιού» και άλλοτε υποδυόμενος τον αμέτοχο πυρπολεί με τον στίχο του τον ύπνο των ανθρώπων. Μα κυρίως προσφέρει τρυφερότητα και θαλπωρή, εικόνες έρωτα και πράξεις ανθρωπιάς, παρηγοριά και ανακούφιση, μια απαλή οικειότητα ακόμη και ενώπιον του θανάτου. Του θανάτου ο οποίος ως θέμα ποτέ δεν έλειψε από την ποίηση τού Μαρκόπουλου, μα και ποτέ δεν εμφανίστηκε με τη σφοδρότητα και την απόγνωση που η ιστορική μνήμη και η προσωπική εμπειρία τον έχουν φορτώσει. Ακόμα και όταν ο ίδιος ο ποιητής βρίσκεται αντιμέτωπος, στον «Κρυφό κυνηγό», την πιο πρόσφατη ποιητική του συλλογή, με την οδύνη και την αγωνία της αρρώστιας και του οριστικού τέλους, δεν αποσβολώνεται. Καταγράφει με λόγο λιτό, κάποτε ωμό, τον πόνο και τον τρόμο, τον δικό του και των άλλων, χωρίς όμως να βυθίζεται στην απελπισία, χωρίς να ξεχνάει όσα είναι η ζωή.
Εναλλάσσοντας ο Γιώργος Μαρκόπουλος σε όλο το μάκρος της ποίησής του την αφηγηματικότητα με τον λυρισμό, την εκφραστική απλότητα με την έντονη χρήση της μεταφοράς και της παρομοίωσης, συνδυάζοντας τη σύντομη μορφή και τη μακρόπνοη ανάπτυξη, τον χαμηλόφωνο τόνο και τη λυρική ένταση, προσφέρει ένα ενιαίο έργο που κερδίζει το στοίχημα με τον χρόνο: «Ένας που ήταν λαϊκός στην αγορά και στη συναλλαγή, / ώσπου ξαφνικά ανακάλυψε την ποίηση. / Από παντού τότε άρχισε να μπάζει. / Η γυναίκα του τον άφησε ένα βράδυ. / Κοιτάξτε τον τώρα που κοιμάται. // Πάνω από τον τάφο του πετάνε πουλιά».
[Πρώτη δημοσίευση στο Ανοιχτό βιβλίο της Εφημερίδας των συντακτών, 28 Φεβρουαρίου 2015]
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος