Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 – Σκιάθος, 3 Ιανουαρίου 1911

Χειρονομίες

 .

Όταν βρίσκομαι καμιά φορά στην εξοχή,

σε βουνό με μονοπάτια και ωραίες ρεματιές

και ήχους αξεχώριστους τον ένα από τον άλλο

(ζουζούνια και νερά, πουλιά και απαλό αεράκι),

αν δω ψηλά, σε μια κορυφή, κάποιο ξωκλήσι,

που θα ‘ναι του προφήτη Ηλία πιθανότατα,

μπαίνω και αναπνέω ως μέσα μου βαθιά

την υγρασία και τη μυρωδιά της λιγοσύνης

κι ανάβω ένα λιγνό κερί ή ένα καντηλάκι –

.

δεν το κάνω για μένα ή για τον προφήτη Ηλία·

για τον Παπαδιαμάντη το κάνω που τον αγαπώ

και ξέρω πόσο του άρεσαν τέτοιες χειρονομίες.

1_1

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Διηγήματα

Κάθε αναγνώστης έχει τα σίγουρα χαρτιά του: τα βιβλία εκείνα στα οποία ξέρει πως μπορεί να καταφύγει όποιος πόλεμος κι αν μαίνεται έξω ή μέσα του. Έχω κι εγώ τέσσερα-πέντε τέτοια στη βιβλιοθήκη μου, μα το καλοκαίρι στην τσάντα μου βρίσκεται οπωσδήποτε ένας τόμος με διηγήματα του Παπαδιαμάντη. Η ιδανική συνθήκη είναι να κάθομαι στο μπαλκόνι, μπροστά μου ελιές και κυδωνιές, πιο πέρα η θάλασσα κι ο ορίζοντας, και να έχω στα πόδια μου ανοιχτό «Το μοιρολόγι της φώκιας». Διαβάζω για τη γριά-Λούκαινα και τον νεαρό βοσκό, για την Ακριβούλα που γλίστρησε, μπλουμ! στο κύμα και για τα πάθια και τους καημούς του κόσμου που δεν έχουνε τελειωμό. Κι όταν δεν βρίσκομαι σ’ εκείνο το μπαλκόνι, αν ανοίξω το βιβλίο μου, το αποτέλεσμα είναι πάλι το ίδιο – αιθρία και γαλήνη χάρη στο αγαπητικό βλέμμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

αρχείο λήψης

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Traduttore Traditore

Η κοπιώδης ενασχόληση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με τη μετάφραση ήταν γνωστή στους συγχρόνους του (σε όσους τον συναναστρέφονταν τουλάχιστον) και αντιμετωπιζόταν ως αυτό ακριβώς που ήταν και για τον ίδιο, ένα μέσο βιοπορισμού. Έγραφε σχετικά το 1906 ο Παύλος Νιρβάνας: «Τον είδα σκυμμένον ώρας ολοκλήρους εις γραφεία εφημερίδων, να μεταφράζη άρθρα, μυθιστορήματα, ειδήσεις, τηλεγραφήματα, χαμένον πάντα πίσω από ένα βουνόν αγγλικών εφημερίδων, περιοδικών, βιβλίων». Και τριάντα χρόνια αργότερα επανέρχεται ο ίδιος: «Ο απίθανος αυτός πολύγλωσσος ασκητής, που, όπως ήτανε περίφημος ελληνιστής, ήξερε φιλολογικά και στην εντέλεια δυο-τρεις ευρωπαϊκές γλώσσες, για τις εφημερίδες όπου συνεργάσθηκε –την Εφημερίδα, την Ακρόπολι και το Άστυ– δεν ήτανε ο μεγάλος διηγηματογράφος, ήτανε […] ο ταπεινός μεταφραστής».

Διαφορετικά αντιμετωπίζουν μελετητές και αναγνώστες σήμερα τη δουλειά του ταπεινού αυτού μεταφραστή. Μετριούνται σε δεκάδες πλέον οι μεταφράσεις ξένων έργων που είχε εκπονήσει στον καιρό του ο Παπαδιαμάντης και επανακυκλοφορούν τα τελευταία χρόνια σε σύγχρονες εκδόσεις ή αναμένεται η έκδοσή τους. Βιβλία τού Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, του Αλφόνς Ντωντέ, του Τζέρομ Κ. Τζέρομ, του Άντον Τσέχωφ, του Μαρκ Τουέιν, του Γκυ ντε Μοπασάν, του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, του Χ. Τζ. Γουέλς· επίσης «Η ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως» του Τζορτζ Φίνλεϊ και ο ομότιτλη τού Τόμας Γκόρντον, για να μείνουμε στα πιο γνωστά ονόματα και έργα. Και τώρα «Ο Πύργος του Δράκουλα» του Μπραμ Στόουκερ, που ετοιμάζεται από τις εκδόσεις Κίχλη.

Μοιάζει παράδοξη αυτή η εξέλιξη, μια κι είναι σχεδόν απ’ όλους πια παραδεκτό πως οριστική μετάφραση δεν υπάρχει: καθώς αλλάζει η γλώσσα, καθώς αλλάζουν οι αντιλήψεις και οι προσεγγίσεις στις ιδέες, στα γεγονότα και στα κείμενα, οι παλαιότερες μεταφράσεις ξεπερνιούνται, γερνάνε και πεθαίνουν και, τελικά, αντικαθίστανται από νέες. Γιατί λοιπόν μας ενδιαφέρουν τόσο οι παπαδιαμαντικές μεταφράσεις έναν αιώνα μετά την εκπόνησή τους; Το ενδιαφέρον τού σημερινού αναγνώστη στρέφεται, προφανώς, στον ίδιο τον Παπαδιαμάντη και όχι στο «Έγκλημα και τιμωρία», στον «Αόρατο» ή στον «Πύργο του Δράκουλα» και στα άλλα μυθιστορήματα, των οποίων κυκλοφορούν πιο σύγχρονες και, στις περισσότερες περιπτώσεις, αρκετά προσεκτικές μεταφράσεις.

Διαβάζοντας όμως τις μεταφράσεις που έχει κάνει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έχουμε τη σπάνια δυνατότητα να ρίξουμε μια πλάγια ματιά στο εργαστήρι του μεγάλου συγγραφέα και να δούμε να φωτίζονται πλευρές του λογοτεχνικού του έργου που, πιθανόν, να μην τις διακρίναμε χωρίς αυτή τη γνώση. Ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος παρατηρεί, αίφνης, ότι ο Παπαδιαμάντης μεταφράζει «εκκλησιάζοντας» τα κείμενα, μη διστάζοντας δηλαδή να αφαιρέσει ή να προσθέσει ό,τι θεωρούσε πως θα έβλαπτε ή θα ωφελούσε αντιστοίχως το ορθόδοξο χριστιανικό κοινό στο οποίο απευθυνόταν ο ίδιος ως μεταφραστής και, εννοείται, ως συγγραφέας. Παρόμοια τακτική μπορούμε ενδεχομένως να ανιχνεύσουμε και στα δικά του διηγήματα και έτσι να ερμηνεύσουμε, φερ’ ειπείν, τον δισταγμό του συγγραφέα να ακολουθήσει το νήμα κάποιων ιστοριών του και να φτάσει ώς αυτό που θα ήταν η φυσική εξέλιξη των γεγονότων που μας αφηγείται ή να μιλήσει πιο απερίφραστα για ορισμένα «τολμηρά» θέματα (σπεύδω εδώ να προλάβω τον ψόγο και δηλώνω πως δεν θεωρώ ότι έβλαψαν το έργο του Παπαδιαμάντη αυτές οι παρασιωπήσεις – το αντίθετο θα έλεγα).

Είναι επίσης για τον Παπαδιαμάντη η μεταφραστική εργασία του ένα σχολείο και ένας στίβος για το προσωπικό του λογοτεχνικό ύφος και, συνεπώς, ο μελετητής έχει πολλά να ανακαλύψει διαβάζοντας κοντά-κοντά μεταφρασμένα έργα και πρωτότυπα διηγήματα. Τα μυθιστορήματα και, λιγότερο, τα ιστορικά έργα που έχει μεταφράσει διαβάζονται σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών βέβαια, με την ίδια αναγνωστική απόλαυση που διαβάζονται και τα πρωτότυπα έργα του, γιατί αδιαφορώντας, σκοπίμως ή όχι, για την ακρίβεια στην απόδοση του ύφους και των νοημάτων ο Παπαδιαμάντης εισάγει όλο το εαυτό του στο ξένο κείμενο κάνοντας καμιά φορά δύσκολη τη διάκριση ανάμεσα στα δύο. Έτσι που εκτός από τον μελετητή κερδίζει και ο αναγνώστης: μια εντελώς άλλη ματιά σε ξένα βιβλία που ήδη γνωρίζει, ένα καινούριο κείμενο, μιχτό αλλά νόμιμο, ή πολλές ακόμα ιδιότυπες αλλά αυθεντικές παπαδιαμαντικές σελίδες. Όπως και να ‘χει δηλαδή, σίγουρο κέρδος.

Ένα παράδειγμα από τον «Αόρατο» του Ε.Γ. Ουέλς (εκδ. Κίχλη, 2009): «Εις την πλατείαν του χωρίου είχε μεγάλην εύνοιαν, μάλιστα πλησίον των νέων, εν καλώδιον επικλινές, κατά μήκος του οποίου κρεμάμενοι εις μίαν τροχαλίαν εφωδιασμένην με αρπάγην, εγλιστρούσαν ταχέως κατερχόμενοι εις μέγαν σάκκον, εις το άλλο άκρον. Μεγάλην επιτυχίαν είχαν επίσης οι κούνιες, η κουρμαντέλα και άλλα λαϊκά, παιδικά παίγνια. Υπήρχε προσέτι εν μέγα όργανον με ατμόν, προσηρτημένον εις μικράν σειράν ξυλίνων ίππων, το οποίον εγέμιζε τον αέρα από οσμήν θερμού λίπους και μουσικήν όχι ολιγώτερον δυσάρεστον. Τα μέλη της λέσχης, τα οποία είχον παραστή εις τη ιεράν ακολουθίαν το πρωί, έλαμπον υπερηφάνως υπό τα πράσινα και ρόδινα σήματά των· οι ευθυμότεροι είχον κοσμήσει τους πίλους των με ταινίας λαμπρών χρωμάτων.

Ο γέρων Φλέτσερ είχε περί του τρόπου τού πανηγυρίζειν τας εορτάς ιδέας μάλλον σοβαράς. Τον έβλεπέ τις, δια της ανοικτής θύρας του κήπου του, ανεβασμένον επί σανίδος βασταζομένης επί δύο εδρών, και ασπρίζοντα με ασβέστην τον όροφον του δωματίου του.

Περί την τετάρτην ώραν, ένας ξένος εισήλθεν εις το χωρίον,  ερχόμενος από το μέρος των αμμολόφων, μικρός άνθρωπος, βραχύς, στιβαρός, υπό πίλον εφθαρμένον. Εφαίνετο λαχανιασμένος· τα μάγουλά του πολύ εφούσκωναν. Το πρόσωπόν του το εύχρουν εφαίνετο έμφοβον. Το βάδισμά του ήτο τεταραγμένον και διστακτικόν. Έκαμψε την γωνίαν της εκκλησίας και διηυθύνθη προς το πανδοχείον, το οποίον γνωρίζομεν.»

[Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή «Γράμματα σ’ έναν πολύ νέο ποιητή» (εκδ. Πόλις). Η παράγραφος που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στον «Εξώστη» της Θεσσαλονίκης με τον τίτλο «ένα βιβλίο για το καλοκαίρι». Το άρθρο για τον μεταφραστή Παπαδιαμάντη πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό Bookstand.]

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος 

3 σκέψεις σχετικά με το “Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Σκιάθος, 4 Μαρτίου 1851 – Σκιάθος, 3 Ιανουαρίου 1911

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s