«Φεύγω απ’ τη λάμψη του σώματος / θα νηστέψω / θα κερδίσω με λίγο άρτο την τροφή μου.»
Όσο κι αν βολεύει τους μελετητές και διευκολύνει τους αναγνώστες, είναι δύσκολο να χωρίσεις σε περιόδους το ποιητικό έργο του Νίκου Καρούζου. Μια ενδεχομένως άγαρμπη κάθετη τομή θα διέκρινε πάντως δύο ανισομεγέθεις εποχές στην ποίησή του: η πρώτη είναι η θρησκευτική, ακριβέστερα η χριστιανική, περίοδος του ποιητή, την οποία ο ίδιος σε μεγάλο βαθμό περιέκοψε επανεκδίδοντας μετά από χρόνια τα βιβλία του και η οποία κάποιες φορές επιτρέπει να διαφανεί και η σοσιαλιστική πλευρά του. «Νιώθω σήμερα», θα πει ο ίδιος ο Καρούζος αναφερόμενος σ’ εκείνη την περίοδο της ζωής του, «πως ήμουνα στους καιρούς της νεότητας αρραβωνιασμένος με την αγωνία. Γιατί βλέπω κάθε εικοσιτετράωρο και πιο καθαρά πως η θρησκευτικότητα είναι ο γάμος με την αγωνία. Και δεν μπορούσε να ήτανε άλλη απ’ το Χριστιανισμό η θρησκεία μου στην Ελλάδα. Και δεν μπορώ να βεβαιώσω τίποτα μέσα μου δίχως την Ορθοδοξία των Ελλήνων».
«Ολημέρα λάμπει το ψωμί / που δεν έφαγαν οι έρημοι φτωχοί στη ζήση.»
Η δεύτερη εποχή της ποίησής του είναι η ευρύτερα υπαρξιακή περίοδός του, όταν όλες οι μεταφυσικές (αλλά και οι πολιτικές) βεβαιότητες έχουν εξαντληθεί και η εγγενής αγωνία τού ποιητή παίζει πια μες στο στήθος του χωρίς αντίπαλο. Ό,τι κυριαρχεί τώρα είναι η ολοκληρωτική ταύτιση της ύπαρξης με την αγωνία και την απόγνωση· ο ποιητής επιτίθεται, με πάθος και απελπισία, στο σώμα και στην ύλη, στην πραγματικότητα και στη θρησκευτικότητα, στη νοημοσύνη και στην ελπίδα, στη λογική και στον έρωτα, στη γλώσσα και στην ίδια την ποίηση: «φεύγω απ’ το στόμα μου φεύγω απ’ το μυαλό μου / δεν έχει όρια η κωμωδία της γλώσσας». Έτσι σχηματίζεται μία διαφορετική τομή στην καρουζική δημιουργία, η οποία χρονικά τοποθετείται στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές του 1980 και, με αδρές γραμμές, μπορεί να οριστεί ως η μετάβαση από την ποίηση στην άρνηση της ποίησης, αφού ο Καρούζος καταπιάνεται στο εξής και ώς το τέλος της ζωής του με τη διαρκή υπονόμευση της ποιητικής πράξης και τη μεθοδική εξάρθρωση της γλώσσας και της έκφρασης.
«Κολατσίζω πρωινό απόλυτο Μηδέν ακουμπισμένος / απάνω στη συμφορά μου να υπάρχω.»
Όμως, το είπαμε ήδη, η ποίηση του Νίκου Καρούζου είναι στο βάθος της ενιαία και οργανική, δεν χωρίζεται εύκολα και χωρίς απώλειες σε περιόδους και φάσεις. Γι’ αυτό, όπως εξ όνυχος αναγνωρίζουμε τον λέοντα και από τα περιποιημένα νύχια του ποδιού της την όμορφη γυναίκα, έτσι είναι δυνατόν από το ελάχιστο να εισχωρήσουμε και να ανοιχτούμε στο σύνολο της ποίησής του, αφού ολόκληρος κατατείνει προς την απογύμνωση και την εκμηδένιση του εαυτού του και προς την αποτυχία της ύπαρξης – είτε ξεκινάει από τον χριστιανισμό της νεότητάς του είτε από τη βιολογική αριστερά στην οποία αισθάνεται ν’ ανήκει είτε από τη διαρκή υποστασιακή του αγωνία. Κι ο αναγνώστης, όποιο νήμα της καρουζικής ποίησης κι αν πιάσει, στον ίδιο προορισμό θα καταλήξει: στην απογύμνωση της ύπαρξης από κάθε υλικότητα και κάθε πνευματικότητα και στον αυτόβουλο περιορισμό κάθε επιθυμίας και ανάγκης, μέχρι την τελική εκμηδένιση του εαυτού.
«Ενάντια στη βρώση και στην πόση / – βαρέθηκα!»
Ευθύς εξαρχής ο Καρούζος, από τον πρώτο στίχο που συναντάμε στον πρώτο τόμο των ποιημάτων του, δηλώνει το φρόνημά του: «Νηστεύει η ψυχή μου από πάθη / και το σώμα μου ολόκληρο την ακολουθεί». Και έτσι θα πάει ώς το τέλος. Η νηστεία ή, αλλιώς, η διατροφική λιτότητα, η ασκητικότητα, η άρνηση της κατανάλωσης, η απέχθεια για την καριέρα και το κέρδος, η ανιδιοκτησία, η κριτική της ύλης, θα αποτελέσουν μόνιμα και σταθερά χαρακτηριστικά τόσο στην ποίησή του όσο και στη ζωή του. «Πώς περνάτε τις ελεύθερες ώρες σας;», θα τον ρωτήσουν σε μια συνέντευξη το 1970. «Πίνοντας καφέδες και χαζεύοντας πίσω απ’ τα τζάμια των καφενείων τους καταναλωτές, που πάνε κι έρχονται στον δρόμο. Σκέφτομαι τότε πως είμαι τόσο άσχετος…», θα απαντήσει με απόλυτη ειλικρίνεια.
«Το αόρατο δαγκώνει αδιάκοπα / του ορατού τον άρτο και τον λιγοστεύει.»
Απ’ όποια πλευρά κι αν το πλησιάσει το θέμα της τροφής και της νηστείας, ο Καρούζος δεν κρύβει τον θαυμασμό και τον σεβασμό που αισθάνεται για όποιον αρνείται την κανονικότητα και ξεπερνάει το ανθρώπινο μέτρο: «Υπερβολικό είναι να γίνεις αναχωρητής και να ζεις με χόρτα και με το νερό της βροχής, που το μαζεύεις από κοιλώματα βράχων, αλλά κι αυτό αποτελεί μια λάμψη». Είτε αναφέρεται στον οικείο χριστιανισμό των αναχωρητών, στον «Ιωάννη των ακρίδων», όπως γράφει, είτε στις ανατολικές θρησκείες, στον Βούδα φερ’ ειπείν που έζησε «τρώγοντας un grain de riz par jour», το πρόσημο που βάζει είναι πάντα θετικό. Το ίδιο κι όταν θυμάται την παραδοσιακή νηστεία των παιδικών του χρόνων: «Βαθιά η ανάμνηση στα χείλη με τη γεύση της Μεγάλης Παρασκευής / χαλβάς κι ελιές δώρα της νεφέλης / το αθώο μαρούλι του καλού ζώου μέσα μας».
«Κι ανακαλύπτοντας αίφνης την πείνα μου / γιομάτος ελπίδες για καλό χορταρικό με φέτα / τράβηξα ήρεμα προς το σπίτι.»
Θα είναι λάθος, ωστόσο, να εκλάβουμε αυτή την κατάφαση της νηστείας ως άρνηση του σώματος και της ζωής εκ μέρους του Νίκου Καρούζου. «Πώς θα πήγαινα στ’ άνθη χωρίς το κορμί», θα επισημάνει σ’ ένα του ποίημα, «πώς θα χαιρόμουν απαρηγόρητος την ευωδιά τους / πώς θα γνώριζα τη θλίψη και τους ανέμους. / Είν’ αγαθό μεγάλο το κορμί / για να σπιθίζει ο μέσα πορφυρίτης». Αν κάτι αρνείται ο ποιητής, είναι η λαιμαργία των σύγχρονων ανθρώπων σε βάρος της ύλης και αν ο ίδιος καταστέλλει το κορμί, είναι μόνο και μόνο για να αγγίξει βαθύτερα τη ζωή. Και το κάνει ποντάροντας στο απλό και στο ελάχιστο, συχνάζοντας στα καφενεία, όπου «η αγωνία βαραίνει στα σπλάχνα ευχάριστα» και στο μικρό εστιατόριο της Λαχαναγοράς, στο καπηλειό που «είναι σαν εκκλησία», στο μπαρ και στο υπόγειο ταβερνάκι. Εκεί όπου τρώει και πίνει ο ταπεινός ρωμιός «κρατώντας το ζεστό ψωμί / και συλλογιέται / την πλάκα του τάφου».
«Είμαι ο άνθρωπος της απλής, λιτής, ελληνικής κουζίνας όπως την έχω μάθει από την οικογένειά μου.»
Δηλαδή: το λιγνό χορταράκι, η τρυφερή μες στο πιάτο αρνίσια πλάτη, τα όμορφα κι αστραφτερά μπαρμπούνια σχάρας, τα αντίδια της πατρίδας με μπόλικο λάδι, μια σούπα ρύζι, μια μακαρονάδα, «δόξα στη γεύση θεϊκιά», πέρδικα δροσερή με κοκκινέλι, κρασάκι αμέριμνο, το ανθότυρο, το μαύρο ψωμί και το μέλι και άλλη μια φορά χορταρικά με φέτα· το τσάι που ευωδιάζει, το μοσχορούμι, το αθώο νεράκι, το κονιάκ με τον ωραίο πάγο, ο αφρός της μπύρας – γευστική ευγνωμοσύνη. Όλα αυτά τα μικρά τίποτα που φέρνουν όλη την ειρήνη στην ψυχή: «Όταν ξεραθεί το χαμομήλι στον καλύτερο ήλιο της χρονιάς / έρχονται βράδια να γυρέψει από δαύτο κι ο φτωχός κι ο πλούσιος / κι όπως κυλάει ζεστό μέσα μας και βάλσαμο / […] ευωδιάζουν τα σπλάχνα κι αρμονίζονται […] ένα τίποτα ένα χορτάρι φέρνοντας όλη την ειρήνη».
«Προσεύχομαι πίνοντας / ο ουρανίσκος μου ας μαρτυρήσει.»
Η τροφή (και το ποτό), διαπιστώνουμε, είναι για τον Καρούζο, ευθύς εξαρχής, μια μεταφορά για την ύλη, ένας τρόπος να μιλήσει για τη ζωή. Είναι ένα ακόμη μέσο στην προσπάθειά του να λιγοστέψει την ύπαρξη και να εκμηδενίσει το πραγματικό, για να αγγίξει το ανύπαρκτο, να απογυμνώσει το ανθρώπινο για να το πλησιάσει περισσότερο, να βυθιστεί στο μηδέν για να ανυψωθεί στο όλον, να καταποντιστεί στην αγωνία και να κατορθώσει με λίγα τρόφιμα στο σάκο του να πλησιάσει «στην κάτασπρη κορφή του Άθωνα».
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος