Εγώ αλλιώτικος κι εκείνη αλλαγμένη. Ο Μίμης Σουλιώτης στην Αθήνα

486244_383167051766049_1338782588_n

Μίμης Σουλιώτης, Αθήνηθεν [ποιήματα], Ερμής, 2014

Αν είναι μια φορά δύσκολο, όταν πεθαίνει ένας συγγραφέας που έχεις αγαπήσει, να γράψεις αποκλειστικά για το έργο του, χωρίς –θέλω να πω– να αναφερθείς στη ζωή και την προσωπικότητά του, γίνεται δυο φορές δύσκολο στην περίπτωση του Μίμη Σουλιώτη. Γιατί τα ποιήματα αυτού του ποιητή είναι γεμάτα με τις εμμονές και τα πάθη τού ανθρώπου, έτσι που γράφοντας γι’ αυτά υποχρεωτικά μιλάς και για τ’ άλλα – απ’ όποια κι αν επιλέξεις να ξεκινήσεις. Τα πάθη του Μίμη Σουλιώτη είναι, μεταξύ άλλων, το τσίπουρο, ο καφές και το τσιγάρο· οι καυτερές πιπεριές, ο Καβάφης, ο Κάτουλλος, τα λατινικά και η φιλολογία εν γένει· η τυπογραφία, το χιόνι, το ποδόσφαιρο, η ερωτική διάθεση και η αριστερά· η γλώσσα, η εκφορά του λόγου και η στίξη· το ανακάτεμα των πολιτισμών, ο χώρος της κουζίνας, ο λόγος περί ποιητικής και οι κουβέντες των οικείων. Τα ίδια ακριβώς πάθη, και τα συμβάντα με τα οποία εκδηλώνονται, είναι και τα θέματα των ποιημάτων του. «Τι είν’ η ζωή, παρά μερικά ευτυχισμένα περιστατικά / αυτού του τύπου σε ποικίλες εκδοχές», θα συνοψίσει σ’ ένα από τα κυπριακά του ποιήματα και «Αυτό είναι η ποίηση / ένα ημερολόγιο με τις φράσεις των οικείων», θα γράψει αλλού.

Μια άλλη εμμονή της ποιητικής του Σουλιώτη φαίνεται πως είναι οι συνθέσεις. Δεν θα αποτελεί ίσως υπερβολή αν υποστηρίξουμε πως ο ιδανικός τρόπος δημιουργίας και παρουσίασης του ποιητικού του έργου θα ήταν γι’ αυτόν η σύνθεση. Από τα δέκα δημοσιευμένα ποιητικά του βιβλία τα έξι είναι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συνθετικά: τα «Ποιήματα εν Παρόδω» είναι μια συλλογή από παρωδίες καβαφικών ποιημάτων, ο «Ήλιος στην σκοτία», τα «Αβγά Μάταια» και το «Περί Ποιητικής» περιστρέφονται γύρω απ’ ό,τι δηλώνει ο τίτλος τους. Το ίδιο και οι γεωγραφικές του συλλογές «Κύπρος, ιν ντηντ» και «Αθήνηθεν», καθώς και μία ακόμη που έχει προαναγγελθεί και θα περιέχει τα μακεδονικά του ποιήματα. Γνωρίζουμε επίσης την ποιητική σύνθεση «Με την 1η σταγόνα της βροχής», η οποία περιέχεται στην ανέκδοτη συλλογή «Τα ερωτύλα» και έχει δημοσιευτεί στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού «Ποιητική», το 2008.

Η ποιητική συλλογή «Αθήνηθεν» είναι το δεύτερο βιβλίο του Μίμη Σουλιώτη που κυκλοφορεί μετά τον θάνατό του. Έχει προηγηθεί το 2013 η συλλογή τριάντα ενός πολιτικών άρθρων του με τον τίτλο «Η αυθάδεια των “αθώων”» από τις εκδόσεις «Επίκεντρο», με τα οποία ο συγγραφέας υπερασπίζεται την αριστερά και τη δημοκρατία, απορρίπτοντας τον λαϊκισμό που έβλεπε να θεριεύει γύρω του. Στο ίδιο βιβλίο περιέχεται, ωστόσο, και ένα είδος οδηγιών χρήσεως για την ποίηση, στο οποίο ο Σουλιώτης «ως χρόνιος χρήστης τούτης της τέχνης» συνοψίζει τις παραμέτρους που θεωρεί καθοριστικές και τις οποίες –εννοείται– εφαρμόζει στα δικά του δημιουργήματα: α) Η ποίηση δεν είναι μόνο συναισθήματα και ιδέες αλλά και ήχος και ρυθμός, β) Η ποίηση μπορεί να ενσωματώνει τις αρετές της πεζογραφίας, γ) Η πρωτοτυπία δεν αποτελεί απαραιτήτως προσόν για ένα ποίημα, δ) Ο ποιητής είναι επαγγελματίας, ε) Ο ποιητής δεν είναι περισσότερο ευαίσθητος από τους άλλους ανθρώπους· απλώς αναλαμβάνει τη δουλειά και στ) «Η καλή ποίηση έχει την αξίωση να παρουσιάζει την πραγματικότητα ως ενιαίο και ομοούσιο σύνολο».

10153642_316023528546725_6908437898611721872_n

Τη διαδικασία σύνθεσης που ακολούθησε ο Σουλιώτης στα πενήντα επτά ποιήματα της (τυπωμένης «με δέκα χρόνια καθυστέρηση», όπως διαβάζουμε στον κολοφώνα) συλλογής «Αθήνηθεν» την περιγράφει ο ίδιος στο προτελευταίο από αυτά: «Έστησα τούτη τη συλλογή / με πρόγραμμα να παρουσιάσω την πόλη / και τον εαυτό στην πόλη. Να καταδείξω / πόσο ξεμάκρυνα σε άλλα πλάτη, μήκη / αλλά δεν γέμισα παραξενιές […] Τα ποιήματά μου την έχουν κοινό παρονομαστή / όσο μπόρεσα. Πιθανολογώ πως θα αντικρίσω / τη γκριμάτσα της φιλικής απογοήτευσης / «Όποτε καταπιάνεται με συνθέσεις δεν του βγαίνει» / ακόμη κι έτσι όμως / η δουλειά έχει και σκαμπανεβάσματα». Είναι, λοιπόν, τα ποιήματα ενός παρεπίδημου για την Αθήνα, που «είκοσι ημερών, / τον ανέβασαν από την Αθήνα με το τρένο / Οινόη, Δομοκός, Γέφυρα της Παπαδιάς, Αγχίαλος, / διχάλα στο Πλατύ, / ανακατεμένοι σταθμοί. […] Μετά την έζησε τα καλοκαίρια / και στα Ιουλιανά, / ύστερα έκαμε λίγο καιρό να την ξαναβρεί / και τον ξένισε, του φάνηκε αφηρημένη / σαν δομή του γενικού κράτους / χιλιοτρύπητη από γέλια, δάκρυα και κενάκια».

Ο ποιητής βλέπει την πόλη στη χρονική ολότητά της, ως σύγχρονός μας και σύγχρονος των Αθηναίων του παρελθόντος. Παραδέχεται πως όλοι αντικρίζουμε την πόλη σαν τουρίστες, σαν Ιάπωνες, όπως συνήθιζε να λέει, και προσπαθεί να τη δει σαν απροετοίμαστος και σαν ανυποψίαστος, με την ελπίδα να την εννοήσει στα ίσια. Δεν ενδίδει σε καμία νοσταλγία κι ας θυμάται σκηνές και περιστατικά που έχουνε συμβεί και που τα έχει ζήσει: τις επισκέψεις στην Ακρόπολη, την άνοδο «στις βόρειες επαρχίες», ένα μάθημα ιστορίας, έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, τη μεγάλη προσκοπική συγκέντρωση στον Μαραθώνα το 1963, τα δακρυγόνα στα Ιουλιανά, την Ολυμπιάδα, και έρωτες και κινηματογράφους, δρόμους παλιούς και σημερινούς και ανθρώπους και πλατείες· όλα ζωντανά στη συνείδησή του, γιατί το δίδαγμα είναι σαφές: «ορφανοί είναι όσοι / δεν ζωντανεύουν τους προγόνους τους». Κι έτσι μπορεί να σκέφτεται πίνοντας μπύρες μετά το σχόλασμα από τη δουλειά στον ίσκιο ενός δέντρου: «Η νίκη μας στους Περσικούς Πολέμους / υπήρξε η απώτερη και αναγκαία προϋπόθεση / ώστε να μπορούμε να σχολάμε σήμερα».

Ο Μίμης Σουλιώτης σουλατσάρει και βλέπει την πόλη, αιώνια και σύγχρονη, αλλά βλέπει και τους τωρινούς της κατοίκους: μέτοικοι οι περισσότεροι, αποκομμένοι, «το παρελθόν το ‘χουν χτίσει / σαν πηγάδι που ένα χειμώνα / μπορεί να θυμώσει», «μπαϊλντισμένοι του ύστατου καπιταλισμού / με αγείωτο ήθος, σαν φερτοί με τα πούλμαν / που ξεμουδιάζουν λίγο / και μόλις ξεμουδιάσουν, τους ξαναφορτώνουν / για πίσω στις ιαπωνίες των περιχώρων / του υπολοίπου Αττικής / και των όμορων νομών». Κι ο ποιητής συνεχίζει να περπατάει γυρεύοντας άλλοτε τον ήχο μιας φωνής που κρατάει τη ρίζα της κι άλλοτε το θαύμα που φανερώνεται κάτω απ’ το αττικό φως· άλλοτε την αδειανή Αθήνα κι άλλοτε την κίνηση του δρόμου.

Η ματιά του –η ποίησή του δηλαδή– και σε αυτή τη συλλογή είναι απαλλαγμένη από κάθε συναισθηματισμό, τα θέματά του και το ύφος του συχνά «εξωποιητικά μα ενδιαφέροντα», η ειρωνεία σταθερά παρούσα, η ελαφρότητα και η σοβαρότητα, όπως πρέπει μοιρασμένες, η μία να συγκρατεί την άλλη, κι η γλώσσα του γλώσσα ενός λογίου που πατάει στις λέξεις-αξίες του λαού, ενός Νότιου που υιοθετήθηκε από τον Βορρά, γλώσσα στην οποία συνυπάρχει το «παμπάλαιο αεράκι που αναρριπίζει την υπόσταση» με τα «σενάζια του ουρανού». Μια ποίηση που στοχάζεται τον εαυτό της και στοχάζεται τη γλώσσα. Στοχάζεται την πόλη και την ανθρώπινη συνθήκη, ποίηση ενός ανθρώπου που, όπως όλοι μας, «δεν έχει σιγουρέψει / ούτε μια ώρα μέλλοντος», μα αξιώνεται πού και πού «μια μέρα που μοιάζει σα σταγμένη απ’ τον θεό / που και η σκονισμένη ώχρα των τρόλεϊ την γλυκαίνει».

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

10301931_1456798127890830_6990864429224202830_n

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s