Άγραφη διδασκαλία (Άλεν Γκίνσμπεργκ & Άγγελος Σικελιανός)

 sikelianos-eya-palmer_29

Διαβάζοντας τα απόκρυφα Ευαγγέλια ζήτησε κάποτε ο Σικελιανός ν’ αξιωθεί κι αυτός μιαν αντιφεγγιά, έστω, του Αιώνιου κι έγραψε τότε το Άγραφον, ένα από τα ωραιότερα ποιήματά του, ένα από αυτά που θα τον διασώσουν από τη λήθη και θα διαβάζονται όσο θα διαβάζονται ελληνικά ποιήματα – μαζί με το Θαλερό, τον Παντάρκη, την Ιερά Οδό, το Γιατί βαθιά μου δόξασα, την Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο, τον Πάνα, τον Ύμνο του μεγάλου νόστου και ορισμένα ακόμα.

Αυτή την ίδια αντιφεγγιά του Αιώνιου, ένα κάλεσμα του Απόλυτου, είναι που πάντα ζήτησαν και οι μπητ συγγραφείς από την άλλη πλευρά του ωκεανού και αυτό το κάλεσμα πάλεψαν με το έργο τους –και τη ζωή τους– να προκαλέσουν. Από κει κατάγονται και εκεί σκοπεύουν οι θρησκευτικές και μεταφυσικές τους αναζητήσεις, οι καταχρήσεις και η υπέρβαση των ορίων, ο δρόμος και η φυγή, από κει κατάγεται όλη τους ίσως η διαδρομή και η πολιτεία.

Τα δύο ποιήματα που αντιγράφω παρακάτω, το Άγραφον του Άγγελου Σικελιανού και τη Σούτρα του ηλιοτροπίου του Άλεν Γκίνσμπεργκ (σε μετάφραση του Γιάννη Λειβαδά), τα πρωτοδιάβασα παράλληλα πριν από πάρα πολλά χρόνια με αφορμή μιαν άλλη μετάφραση του ποιήματος (από τον Αλέξη Σταμάτη εκείνη) και έκτοτε κάθε τόσο επανέρχομαι σε αυτά.    

assets_LARGE_t_1463_6231216_type12713

Άγραφον

 

Επροχωρούσαν  έξω από τα τείχη

της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,

σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,

ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο

που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια,

καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,

σπασμένα αγγειά, απορρίμματα, ξεσκλίδια…

.

Κ’ εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,

πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα

στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,

που – ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια

που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν –

μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι

σα μ’ ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας

στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν…

.

Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας

προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη

και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας

δεν εκρατήθη μαθητής και Του ‘πεν

από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα

τη φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»

.

Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι

απ’ το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:

«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει

καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα

την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε … Μα τώρα

αυτό που βγαίνει απ’ τη φτορά θαμάζω

με την ψυχή μου ολάκερη … Κοιτάχτε

πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου

στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,

πέρα απ’ τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,

αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα

σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα!»

.

Έτσ’ είπ’ Εκείνος· κ’ είτε νιώσαν ή όχι

τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,

σαν εκινήθη, ακλουθήσαν και πάλι

το σιωπηλό Του δρόμο…

.

…………………………………. Και να τώρα,

βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ’ εκείνα,

Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος

μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!… δώσε,

δος και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω

ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,

κι από τη μια της γης στην άλλην άκρη

όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,

κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν

τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα

είτ’ έξω από τη χώρα· Κύριε, δος μου,

μες στην φριχτήν οσμή όπου διαβαίνω,

για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,

να σταματήσω ατάραχος στη μέση

απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου

και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο

σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο·

κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,

έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη

του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,

που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,

τα ‘χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,

αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα

σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα!

Άγγελος Σικελιανός


 ginsberg_enlarge-975c6a3d3680dafe332cee0adc68834c7b1c394f-s51

Η σούτρα του ηλιοτροπίου

.

Περπάτησα στις πλευρές της αποβάθρας με τις μπανάνες και τα κονσερβοκούτια κι έκατσα

κάτω απ’ τον ίσκιο μιας μηχανής της Σάουθερν

Πάσιφικ να δω το ηλιοβασίλεμα

πάνω απ’ τους λόφους με τα χαμόσπιτα και να κλάψω.

Ο Τζακ Κέρουακ έκατσε δίπλα μου πάνω σ’ έναν σπασμένο σκουριασμένο πάσσαλο, σύντροφός μου,

είχαμε τις ίδιες σκέψεις της ψυχής, ταλαίπωροι και μελαγχολικοί με μάτια

θλιμμένα, ζωσμένοι απ’ τις ατσάλινες ροζιασμένες ρίζες

των δέντρων των μηχανημάτων.

Το λιγδιασμένο νερό του ποταμού καθρέφτιζε τον κόκκινο

ουρανό, ήλιος πεσμένος στις

τελευταίες κορυφές του Φρίσκο, κανένα ψάρι σ’ αυτό το ρέμα, κανένας ερημίτης

σ’ αυτά τα βουνά, μονάχα εμείς εδώ τσιμπλήδες με πονοκέφαλο από μεθύσι σαν

παλιοί αλήτες στην ακροποταμιά, κουρασμένοι και σαΐνια.

Κοίτα το Ηλιοτρόπιο, μου ‘πε, υπήρχε μια πεθαμένη γκρίζα σκιά κόντρα στον ουρανό, μεγάλη

σαν άνθρωπος, καθισμένη ξερή στην κορφή ενός σωρού από αρχαίο πριονίδι –

– Έτρεξα ‘κει μαγεμένος – ήταν το πρώτο μου ηλιοτρόπιο, μνήμες του Μπλέηκ –

τα οράματά μου – το Χάρλεμ

και η κόλαση των ποταμών στα Ανατολικά, γέφυρες που κλαγγάζουν Λιγδιασμένα Σάντουιτς

του Τζο, χαλασμένα παιδικά καροτσάκια, μαύρα φαγωμένα λάστιχα αυτοκινήτων

ξεχασμένα και σκασμένα, το ποίημα της ακροποταμιάς,

καπότες και καθίκια, ατσάλινα

μαχαίρια, τίποτα ανοξείδωτο, μονάχα η λασπερή βρόμα

και τα κοφτερά σαν

ξυράφι τεχνουργήματα που περνάνε στο παρελθόν –

και το γκρίζο Ηλιοτρόπιο ζυγιαζόταν κόντρα στο ηλιοβασίλεμα, τσακισμένο ταλαίπωρο και

σκονισμένο με τη λέρα και την καταχνιά και τον καπνό

των γέρικων ατμομηχανών

στο μάτι του –

στεφάνι με θολά πέταλα τσαλαπατημένο και διαλυμένο σαν στραπατσαρισμένο στέμμα,

σπόρια πεσμένα απ’ το πρόσωπό του, ξεδοντιασμένο – όπου να ‘ναι – στόμα

ηλιόλουστου αέρα, ηλιαχτίδες λησμονημένες στο μαλλιαρό του κεφάλι σαν ξεραμένος

σκληρός ιστός αράχνης,

φύλλα που προεξέχουν απ’ το κοτσάνι σαν χέρια,

χειρονομίες απ’ την όλο πριονίδι ρίζα,

σπασμένα κομμάτια σοβά πεσμένα απ’ τα μαύρα του κλωνάρια,

μια ψόφια μύγα

στο αφτί του,

Ανίερο στραπατσαρισμένο παλιόπραμα, ηλιοτρόπιό μου

Ω ψυχή μου, σ’ αγάπησα τότε!

Η λέρα δεν ήταν ανθρώπου λέρα, μα θανάτου και ανθρώπινων ατμομηχανών,

όλο τούτο το κάλυμμα της σκόνης, τούτο το πέπλο

σκοτεινιασμένου σιδηροδρομικού

δέρματος, η καπνιά στα μάγουλα, τούτο το βλέφαρο μαύρου μαρτυρίου, τούτο

το καπνισμένο χέρι ή φαλλός ή τεχνητό εξόγκωμα χειρότερο

κι απ’ τη βρόμα –

βιομηχανικό – μοντέρνο – όλος τούτος ο πολιτισμός που λερώνει το τρελό χρυσό σου στέμμα –

κι εκείνες οι θολές σκέψεις του θανάτου και τα σκονισμένα μάτια χωρίς αγάπη και

τ’ απομεινάρια και οι μαραμένες ρίζες κάτω στον σπιτικό σωρό της άμμου και στο πριονίδι,

τα δολάρια του πληθωρισμού, το πετσί της μηχανής, τα κότσια και τα σωθικά του αυτοκινήτου

που κλαίει και βήχει, τα άδεια έρημα κονσερβοκούτια με τις σκουριασμένες τους γλώσσες στερημένες, τι άλλο

να κατονομάσω, τις καπνισμένες

στάχτες κάποιου πούρου της ψωλής, τα μουνιά στα καροτσάκια, και τα

γαλακτερά στήθια των αυτοκινήτων, φθαρμένοι κώλοι

καρεκλών και σφιγκτήρες

των δυναμό –

όλα πλεγμένα μες στις μουμιοποιημένες σου ρίζες – κι εσύ

στέκεσαι εκεί εμπρός μου στο

ηλιοβασίλεμα, κι όλη σου η δόξα στη μορφή σου!

Υπέροχη ομορφιά του ηλιοτροπίου! Τέλεια και εξαίρετη

αγαπημένη ύπαρξη του

ηλιοτροπίου! Ένα γλυκό φυσικό μάτι στο νέο φευγάτο φεγγάρι, που σηκώθηκε ζωντανό

και συνεπαρμένο αρπάζοντάς με στη σκιά του σούρουπου,

τη μηνιαία

χρυσή αύρα της ανατολής!

Πόσες μύγες βούιζαν γύρω σου, χωρίς να φταίνε ‘κείνες που ‘σαι ‘συ

μες στη βρόμα, ενώ

καταριόσουν τους ουρανούς του σιδηροδρόμου και την λουλουδένια ψυχή σου;

Φτωχό νεκρό λουλούδι είσαι; πότε λησμόνησες πως λουλούδι ήσουν; πότε κοίταξες

το πετσί σου κι αποφάσισες πως ήσουν μια ανίκανη βρόμικη

παλιά ατμομηχανή;

το φάντασμα της ατμομηχανής; το φάσμα και η σκιά

μιας άλλοτε τρελής ισχυρής

Αμερικάνικης ατμομηχανής;

Δεν ήσουν ποτέ ατμομηχανή Ηλιοτρόπιο, ήσουν ένα ηλιοτρόπιο!

Μην ξεχνάς τα λόγια μου! Κι εσύ Ατμομηχανή, ήσουνα μια ατμομηχανή!

Κι έτσι άρπαξα τον χοντρό σκελετό του ηλιοτροπίου

και τον κράτησα σφιχτά στο πλευρό μου

σαν σκήπτρο, και δίνω το κήρυγμά μου στην ψυχή μου, και στην ψυχή του Τζακ,

και σ’ όποιου άλλου που θα ακούσει, την ψυχή.

.

– Δεν είμαστε το πετσί μας το βρόμικο, δεν είμαστε η φοβερή ανεμοδαρμένη σκονισμένη

αφάνταστη ατμομηχανή μας, είμαστε όλοι όμορφα

χρυσά ηλιοτρόπια μέσα μας,

ευλογημένα απ’ την ίδια μας τη σπορά και χρυσά μαλλιαρά

γυμνά κατορθωμένα σώματα

που γίνονται τρελά μαύρα κανονικά

ηλιοτρόπια το ηλιοβασίλεμα, που τα

κρυφοκοιτάμε κάτω απ’ τον ίσκιο της τρελής ατμομηχανής

της ακροποταμιάς στο ηλιοβασίλεμα του Φρίσκο με τους λόφους

και τα κονσερβοκούτια, το βράδυ της ρέμβης και της φαντασίας.

Άλεν Γκίνσμπεργκ (μτφ. Γιάννης Λειβαδάς)

ginsberg-9715

Σχολιάστε