Άντον Τσέχοφ: Γράφουμε επειδή μας κλείνουν τις πόρτες

anton-chekhov

Άντον Τσέχοφ, Η τέχνη της γραφής, Συμβουλές σε ένα νέο συγγραφέα, μτφ. Βασίλης Ντινόπουλος, εκδ. Πατάκη.

Είχα διαβάσει μικρός μερικά διηγήματα του Τσέχοφ, από κάποια έκδοση με χοντρό εξώφυλλο, αν θυμάμαι καλά, και είχα επίσης, λίγο αργότερα, παρακολουθήσει στο θέατρο μια παράσταση του «Γλάρου», στην οποία πρωταγωνιστούσε ο Αλέξης Μινωτής, χωρίς όμως να εκτιμήσω τότε την αξία του συγγραφέα και την υπόγεια δύναμη των ασήμαντων ιστοριών του. Ίσως επειδή, σκέφτομαι τώρα, εκείνο τον καιρό με ελκύανε περισσότερο οι μεγάλες χειρονομίες και τα μεγάλα δράματα των ηρώων των άλλων Ρώσων συγγραφέων που διάβαζα, του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι, και ο Τσέχοφ ήταν πολύ πεζός, καθημερινός και ανθρώπινος για τα είκοσί μου χρόνια.

Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια και χρειάστηκε προηγουμένως να διαβάσω Ρέιμοντ Κάρβερ (ο οποίος μάλιστα έχει γράψει και ένα εξαιρετικό διήγημα στο οποίο αφηγείται τις τελευταίες στιγμές του Ρώσου συγγραφέα), για να ξαναγυρίσω μέσω αυτού στον Άντον Πάβλοβιτς Τσέχοφ και να αντιληφθώ την αξία και τη βαθύτητα ενός συγγραφέα που με τη γραφή του έχει επηρεάσει καταλυτικά ορισμένους από τους πιο σημαντικούς διηγηματογράφους του 20ου αιώνα.

Μια γραφή που αποτυπώνει εξαίσια τα δεκάδες μικρά δράματα της καθημερινότητας, αυτά που καθώς συσσωρεύονται στο μάκρος μιας ζωής εξουθενώνουν τελικά τον άνθρωπο και τον φέρνουν στο σημείο όπου μια μόνο λέξη ή ένα μόνο στραβοπάτημα είναι αρκετά για να τον τσακίσουν ολότελα. Αυτό ακριβώς το σημείο απεικονίζουν πολλές απ’ τις ιστορίες του Τσέχοφ και μαζί την κωμωδία και την τραγωδία των παρεξηγήσεων, την απογοήτευση για τα ανεκπλήρωτα σχέδια αλλά και την απλή ευτυχία της καθημερινότητας, την εγκαρτέρηση και την αγωνία, την παραίτηση και την απόγνωση, την ευτέλεια και το βάρος της κοινής ανθρώπινης μοίρας.

Ο αναγνώστης, ωστόσο, μετά την ανάγνωση του Τσέχοφ σε καμία περίπτωση δεν νιώθει να συντρίβεται από την ανθρώπινη κατάσταση – ιδού το παράδοξο κάθε μεγάλης τέχνης. Λέει σχετικά ο Γκόρκι: Νομίζω πως στην παρουσία του, όλοι νιώθανε ασυναίσθητα μια λαχτάρα να ήταν πιο απλοί, πιο αληθινοί, πιο πολύ ο εαυτός τους. Και ο Χάρολντ Μπλουμ: Μπορεί να ακούγεται αφελές, αλλά η μεγαλύτερη δύναμη του Τσέχοφ είναι πως μας δημιουργεί την εντύπωση, εκείνη την ώρα που διαβάζουμε, πως επιτέλους βρήκαμε την αλήθεια της ανθρώπινης κατάστασης, το ατέλειωτο κράμα πεζής δυστυχίας και τραγικής ευτυχίας που ορίζει τη ζωή μας.

Τρίτη φορά, λοιπόν, έπιασα τον Τσέχοφ στα χέρια μου με αφορμή τώρα μια συλλογή αφορισμών, σχολίων και σημειώσεών του που συγκέντρωσε και συνέθεσε σε βιβλίο ο Πιέρο Μπρουνέλλο και το οποίο κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη με τον τίτλο «Η τέχνη της γραφής, Συμβουλές σε ένα νέο συγγραφέα». Πρόκειται για αποσπάσματα επιλεγμένα από 99 επιστολές του Τσέχοφ σε φίλους και ομοτέχνους του σχετικά με τον συγγραφέα και την τέχνη της γραφής. Η μετάφραση από τα ρωσικά είναι του Βασίλη Ντινόπουλου, ο οποίος έχει και στο παρελθόν μεταφράσει έναν τόμο με διηγήματα και μονόπρακτα του Τσέχοφ και έναν τόμο με τα θεατρικά έργα του Ρώσου συγγραφέα.

Ξεκινώντας η συλλογή από το γενικό ερώτημα γιατί γράφουμε (Δεν μας κλείνουν τις πόρτες επειδή γράφουμε. Αντίθετα, γράφουμε επειδή μας κλείνουν τις πόρτες και δεν έχουμε τι άλλο να κάνουμε) και για ποιον γράφουμε καταλήγει σε ειδικά συγγραφικά ζητήματα, όπως το γλωσσικό ιδίωμα των δημοσίων υπαλλήλων, ο βαθμός ανοησίας που επιτρέπεται να επιδείξει ένας συγγραφέας και ο τρόπος χρήσης της παρένθεσης, της παύλας και του κόμματος.  Ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα παρεμβάλλονται δεκάδες ρήσεις του Τσέχοφ σχετικές με κάθε σχεδόν ζήτημα της γραφής και της ανάγνωσης (και της ζωής).

Γιατί μπορεί το βιβλίο να επιγράφεται «Η τέχνη της γραφής», λειτουργεί όμως θαυμάσια ως εισαγωγή για την ανάγνωση του έργου τού ίδιου του Τσέχοφ, αποκαλύπτοντας τις προθέσεις του και τις επιθυμίες του, τον κόσμο που αγωνιζόταν να απεικονίσει και τον κόσμο που καθημερινά αντιμετώπιζε, την τέχνη του αλλά και την προσωπικότητά του. Αντιγράφω άλλη μια σχετική με αυτό το τελευταίο φράση του Μπλουμ: Μερικές φορές συλλογιέμαι πως μεταξύ των συγγραφέων για την εσωτερική ζωή των οποίων γνωρίζουμε κάποια πράγματα, ο Τσέχοφ και ο Μπέκετ ήταν νομίζω οι πιο ευγενικές ψυχές.


chekhov01

Πιάσε κάτι από την καθημερινή ζωή, συνηθισμένο, χωρίς πλοκή και χωρίς τέλος. (Τσέχοφ)

Ο λογοτέχνης δεν πρέπει να είναι ο δικαστής των προσώπων του και αυτών που λένε, αλλά μόνο ο αμερόληπτος μάρτυρας. (Τσέχοφ)

Δεν έχω ιδιαίτερο πάθος ούτε για τους χωροφύλακες ούτε για τους κρεοπώλες ούτε για τους επιστήμονες ούτε για τους συγγραφείς ούτε για τη νεολαία. Το έμβλημα και την ετικέτα τα θεωρώ προκατάληψη. Τα δικά μου άγια των αγίων είναι το ανθρώπινο σώμα, η υγεία, το μυαλό, το ταλέντο, η έμπνευση, η αγάπη και η απόλυτη ελευθερία από την καταπίεση και το ψέμα, σε οτιδήποτε κι αν αναφέρονται αυτά τα τελευταία. (Τσέχοφ)

Πιστεύω σε ανθρώπους που ξεχωρίζουν, βλέπω τη σωτηρία στις ξεχωριστές προσωπικότητες, ανθρώπους διάσπαρτους σε όλη τη Ρωσία – διανοούμενους ή μουζίκους – η δύναμη ανήκει σ’ αυτούς, αν και είναι λίγοι. Κανένας δεν είναι προφήτης στην πατρίδα του. Και αυτές οι ξεχωριστές προσωπικότητες για τις οποίες μιλάω παίζουν το ρόλο τους διακριτικά στην κοινωνία, δεν κυριαρχούν, αλλά η δουλειά τους είναι ορατή. (Τσέχοφ)

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

article_1255935159

2 σκέψεις σχετικά με το “Άντον Τσέχοφ: Γράφουμε επειδή μας κλείνουν τις πόρτες

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s