Περισπάστρια
Η κάμαρη γεμάτη αρώματα. Στο χαμηλό τραπέζι μες σε πανέρια αγιόκλημα, λογής-λογής λουλούδια κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια.
Ξανθές μετανάστριες από χώρες μακρινών λυκοφώτων, απ’ τη χώρα των ονείρων, τα οράματα ξεμπαρκάρουν στη φαντασία μου. Τρέχουν εκεί, εκεί φωνάζουν και τόσο πιέζονται, που θα ‘θελα να τ’ αναγκάσω να βγουν.
Παίρνω φύλλα πολύ λευκού και λείου χαρτιού και φτερά κεχριμπαρένιου χρώματος, που γλιστρούν στο χαρτί με χελιδονίσιες φωνές. Θέλω να δώσω στ’ ανήσυχα οράματα το καταφύγιο του ρυθμού και της ρίμας.
Μα νά, στο λευκό και λείο χαρτί που η πένα μου γλιστρούσε φωνάζοντας σα χελιδόνι στη λίμνη, πέφτουν άνθη απ’ αγιόκλημα, από γιασεμί και λογής-λογής μικρά λουλούδια, κόκκινα, κίτρινα, γαλάζια.
Ήταν Εκείνη, δεν την είχα δει και τίναζε απ’ τα πανέρια τα μπουκέτα στο χαμηλό τραπέζι.
Μα τα οράματα πάντα σκιρτούσαν κι ήθελαν να ξαναφύγουν. Λοιπόν ξεχνώντας πως ήταν εκεί Εκείνη, ωραία και λευκή, φύσηξα τα μικρά σπαρμένα άνθη στο χαρτί και ξανάρχισα να τρέχω ξοπίσω απ’ τα οράματα, που, κάτω απ’ τα ταξιδιωτικά παλτά τους, έχουν φτερά προδοτικά.
Θα φυλάκιζα ένα – μιαν άγρια κοπέλα με πράσινο – σε μια στενή στροφή,
Όταν Εκείνη ήρθε ν’ ακουμπήσει στο χαμηλό τραπέζι, δίπλα μου, έτσι που τα τσιτωμένα στήθια της χάιδευαν το λείο χαρτί.
Έμενε ο τελευταίος στίχος της στροφής για να κολλήσει, όταν Εκείνη μ’ εμπόδισε και τ’ όραμα με το πράσινο βλέμμα δραπέτευσε, μην αφήνοντας στην ανοιχτή στροφή παρά το ταξιδιωτικό παλτό της και λίγο σεντέφι απ’ τα φτερά του.
Ω! Η περισπάστρια!… Θα της έδινα το φιλί, που περίμενε, όταν τ’ ανήσυχα οράματα, οι αγαπημένες μετανάστριες με τ’ αρώματα από μακριά, ξανασχημάτισαν τους χορούς τους στη φαντασία μου.
Ξέχασα πάλι πως ήταν εκεί Εκείνη, λευκή και γυμνή. Θέλησα να κλείσω τη στενή στροφή με τον τελευταίο στίχο, ακατάλυτη αλυσίδα από φανταστικό ατσάλι, πυρογραφημένη από αστεροφόρο χρυσό, όπου συγκολλούν οι λαμπράδες των κρυσταλλωμένων δύσεων στη μνήμη μου.
Και παραμέρισα λίγο με το χέρι τα φουσκωμένα στήθια όλο ερεθιστικούς πόθους, που έκρυβαν στο λείο χαρτί τη θέση του τελευταίου στίχου. Η πένα μου ξανάρχισε το πέταγμά της, φωνάζοντας σαν το χελιδόνι όταν περνά ξυστά μια ήσυχη λίμνη, πριν την καταιγίδα.
Αλλά νά, που ξάπλωσ’ Εκείνη, ωραία, λευκή και γυμνή, στο χαμηλό τραπέζι, κάτω απ’ τα πανέρια, κρύβοντας κάτω απ’ το ωραίο, χαύνο κορμί της όλο το φύλλο του λείου χαρτιού.
Τότε τα οράματα πέταξαν όλα πολύ μακριά, για να μη ξαναγυρίσουν πια.
Τα μάτια μου, τα χείλια και τα χέρια μου χάθηκαν στον αρωματισμένο θάμνο του αυχένα της κάτω απ’ την επίμονη περίπτυξη των μπράτσων της και πάνω στα φουσκωμένα από τους πόθους στήθια της.
Και δεν είδα πια παρά εκείνο το ωραίο κορμί, χαύνο, χλιαρό και λείο, καθώς πέφταν από κλυδωνιζόμενα πανέρια τ’ αγιόκλημα, τα γιασεμιά κι άλλα λογής-λογής μικρά λουλούδια, κόκκινα, κίτρινα και γαλάζια.
Σαρλ Κρο, Φανταστικές πρόζες, μτφ. Γιώργος Καραβασίλης, εκδ. Αιγόκερως