Ντάσιελ Χάμετ, Ο κόκκινος θερισμός, μτφ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδ. Μεταίχμιο
Μπορεί ο Ντάσιελ Χάμετ (1894 – 1961) να θεωρείται ο πρώτος συγγραφέας που έγραψε σκληρό αστυνομικό μυθιστόρημα (ή, ίσως, ο καλύτερος μεταξύ των πρώτων), μπορεί, μάλιστα, να εργάστηκε ο ίδιος ως ιδιωτικός ντετέκτιβ στο περιβόητο Πανεθνικό Γραφείο Ερευνών των Πίνκερτον, μπορεί για δέκα χρόνια να χρημάτισε καθηγητής στη συγγραφή ιστοριών μυστηρίου στο Jefferson School of Social Science και, για δυο–τρία χρόνια, να υπήρξε κριτικός αστυνομικής λογοτεχνίας, καθώς και πρότυπο για πλήθος μιμητών, από την αρχή σχεδόν της συγγραφικής του καριέρας και ως σήμερα, παρόλα αυτά το συγγραφικό του έργο δεν αποτελείται από συνηθισμένες αστυνομικές ιστορίες και δεν διαβάζεται ούτε κρίνεται αποκλειστικά ως τέτοιο.
Στις κλασικές ιστορίες του είδους –που σπανίως γράφονται (πια;), μα υφίστανται ως αφαίρεση στο μυαλό κάθε αναγνώστη– ο επαγγελματίας ή ερασιτέχνης ντετέκτιβ αναλαμβάνει να διαλευκάνει μια υπόθεση, φόνου κατά κύριο λόγο, να φωτίσει τις σκοτεινές της πτυχές και να αποκαλύψει τον ένοχο, παραμένοντας ο ίδιος συναισθηματικά, και σωματικά ορισμένες φορές, αποστασιοποιημένος από τα συμβαίνοντα και τις εντάσεις που ο ίδιος προκαλεί. «Θέμα του αστυνομικού μυθιστορήματος», γράφει η P.D. James, «δεν είναι ο φόνος αλλά η αποκατάσταση της τάξης». Στον «Κόκκινο θερισμό» του Ντάσιελ Χάμετ, που κυκλοφόρησε στην αστυνομική σειρά των Εκδόσεων Μεταίχμιο σε άψογη μετάφραση του έμπειρου και αφοσιωμένου στο είδος Ανδρέα Αποστολίδη, υπάρχει, βέβαια, φόνος, υπάρχει ένοχος και υπάρχει πλήθος σκοτεινών πτυχών, η εξέλιξη ωστόσο των γεγονότων δεν ακολουθεί σε καμία περίπτωση τη γραμμική πορεία που, ενδεχομένως, θα περίμενε ο απροειδοποίητος αναγνώστης.
«Ο κόκκινος θερισμός» είναι το πρώτο από τα πέντε μόλις μυθιστορήματα που έγραψε ο Ντάσιελ Χάμετ και πρωτοδημοσιεύτηκε, σε συνέχειες, στο θρυλικό περιοδικό Μαύρη Μάσκα το 1927 και, αυτοτελώς, δύο χρόνια αργότερα. Ο ντετέκτιβ του Ηπειρωτικού Γραφείου Ερευνών δεν προλαβαίνει να γνωρίσει, σε αυτό το μυθιστόρημα, τον άνθρωπο ο οποίος τον προσέλαβε και τον έφερε στην άσχημη βιομηχανική πόλη Πέρσονβιλ, αφού αυτός δολοφονείται την ώρα της πρώτης τους συνάντησης, αναλαμβάνει, ωστόσο, να αποκαλύψει τον ένοχο και πράγματι το επιτυγχάνει στο ένα τρίτο μόλις του βιβλίου. Και παρόλο που φαίνεται πως η δουλειά του εκεί έχει ολοκληρωθεί, και μαζί η υπόθεση του μυθιστορήματος, δεν εγκαταλείπει αμέσως την πόλη: αναλαμβάνει, αυτοβούλως και εκβιαστικά, να ξεκαθαρίσει την πόλη από το έγκλημα και τη διαφθορά και, προκειμένου να το κατορθώσει, δεν ανακατεύει απλώς λίγο τα πράγματα, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι ντετέκτιβ στις ιστορίες του Χάμετ, αλλά οργανώνει και θέτει σε εφαρμογή ένα σχέδιο που πολύ σύντομα έχει ως κατάληξη τον βίαιο θάνατο είκοσι πέντε περίπου ανθρώπων, ορισμένοι εκ των οποίων κρατούσαν στα χέρια τους την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της πόλης.
Η μηχανή στην Πόιζονβιλ (όπως, χαϊδευτικά, λένε την πόλη τους οι ντόπιοι) έχει τεθεί σε λειτουργία, η δολοφονική αναμέτρηση μπορεί να αφήνει πίσω της πλήθος αθώων και ένοχων θυμάτων, ξεκαθαρίζει ωστόσο την ατμόσφαιρα βίας και διαφθοράς που κυριαρχούσε, ο σκληροτράχηλος ντετέκτιβ όμως δεν κατορθώνει σε αυτή την περίπτωση να παραμείνει ανεπηρέαστος. «Και στο παρελθόν, όταν ήταν απαραίτητο, είχα οργανώσει ένα δυο φονικά. Αλλά πρώτη φορά ζω τέτοιον παροξυσμό. Είναι, βλέπεις, η καταραμένη η πόλη. Δεν υπάρχει τρόπος να δουλέψεις ορθόδοξα». Εδώ βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, το κέντρο του μυθιστορήματος του Χάμετ: όταν το έγκλημα και η διαφθορά έχουν σε τέτοιο βαθμό διαβρώσει τον κοινωνικό ιστό, όπως σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει και σήμερα στους χώρους όπου παίζεται το οικονομικό και πολιτικό παιχνίδι, είναι αδύνατον ακόμη και να επιβιώσει κανείς χωρίς να μετέλθει τα ίδια ακριβώς μέσα. Και τότε πια η διάκριση μεταξύ νομιμότητας και εγκλήματος είναι δυσχερής και ο διαχωρισμός αθώων και ενόχων είναι σχεδόν ακατόρθωτος. «Είναι αυτός ο τόπος που μ’ έκανε έτσι», θα διαβάσουμε προς το τέλος του βιβλίου. Όταν όμως αυτός ο τόπος είναι παντού;
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος