Λέει ο ένας: «Όλοι κοιμόντουσαν εκείνο το βράδυ εκτός από τον κύριο Μάρλοου. Ο Μάρλοου δουλεύει είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και πολλές φορές μάλιστα δεν πληρώνεται κιόλας» και ο άλλος συμπληρώνει: «Έχω τέσσερα κεριά και μια νύχτα για να γράψω αυτό το χρονικό. Αύριο θα εμπιστευτώ αυτά τα χαρτιά στον τελευταίο πραγματικό μου φίλο. Αν επιζήσω, θα γίνουν προσάναμμα για τις πίπες μας». Μάρλοου ονομάζεται αυτός που ξαγρυπνάει και μιλάει και στα δύο παραπάνω αποσπάσματα, μα δεν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Ο πρώτος είναι ο Φίλιπ Μάρλοου, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ που επινόησε ο Ρέιμοντ Τσάντλερ κατά τα μέσα του εικοστού αιώνα. Ο δεύτερος είναι ο Κρίστοφερ Μάρλοου, ο θεατρικός συγγραφέας που έζησε στα τέλη του δέκατου έκτου αιώνα και βρέθηκε ανεξήγητα μαχαιρωμένος στις 30 Μαΐου του 1593 (για να φτάσει να θεωρηθεί από κάποιους ως ο πραγματικός συγγραφέας των έργων του Σαίξπηρ).
Τα κύρια περιστατικά του βίου του Κρίστοφερ Μάρλοου είναι σε γενικές γραμμές γνωστά: σύγχρονος του μεγάλου βάρδου και όχι πάντα κατώτερος απ’ αυτόν δραματουργός, είναι διάσημος ως τις μέρες μας όχι μόνο για τα έργα του αλλά και για την περιπετειώδη ζωή του. Υπήρξε κατάσκοπος για λογαριασμό του θρόνου, μεγάλος πότης και καβγατζής, κατηγορήθηκε για βλασφημία, για αθεΐα και για ομοφυλοφιλία, για να δολοφονηθεί τελικά, από άγνωστο δράστη και για αδιευκρίνιστους λόγους, σε ηλικία είκοσι εννέα μόλις ετών. Τις άγνωστες συνθήκες αυτής ακριβώς της δολοφονίας επιχειρεί να επινοήσει και να εξιστορήσει στο μυθιστόρημά της «Ο Ταμερλάνος πρέπει να πεθάνει» (μτφ. Άρης Μπερλής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια), η σκοτσέζα συγγραφέας Λουίζ Γουέλς. Και τα καταφέρνει τόσο καλά ώστε ο αναγνώστης απολαμβάνει ένα εξαιρετικό «αστυνομικό» μυθιστόρημα εποχής – μιας εποχής γεμάτης πάθος και έξαψη, γεμάτης ασέβεια και ομορφιά, διψασμένης για γνώση και για ελευθερία. Πέρα όμως από την αναγνωστική απόλαυση που προσφέρει το βιβλίο, ο αναγνώστης βρίσκει ταυτόχρονα και πλήθος συναρπαστικών στοιχείων για την εποχή, για τη ζωή και για το έργο του Κρίστοφερ Μάρλοου, χωρίς ίχνος ακαδημαϊσμού και ξερού εγκυκλοπαιδισμού, ώστε είναι μάλλον απίθανο να μην αναζητήσει κάποιο από τα έργα του.
Όπως ακριβώς συνέβη και στη δική μου περίπτωση. Δεν είχα διαβάσει ως τώρα παρά μόνο τον εξαιρετικό «Δόκτορα Φάουστους» του Μάρλοου κι αυτόν πολλά χρόνια πριν. Η Λουίζ Γουέλς όμως με το μυθιστόρημά της με οδήγησε στον «Ταμερλάνο» και ύστερα στον «Εβραίο της Μάλτας», τον οποίο δεν τον έχω ξεκινήσει ακόμα. Από τις ίδιες εκδόσεις (Άγρα) κυκλοφορεί, επίσης, ένας τόμος του Μάρλοου που περιέχει τον «Εδουάρδο τον Β΄» και τη «Σφαγή των Παρισίων». Ένας λόγος ακόμη για να διαβάσουμε τα έργα του; Ο μεταφραστής του, Σεραφείμ Βελέντζας, τον αποκαλεί «προπατορικό Ρεμπώ της δραματικής ποίησης», ενώ ο Observer αναφέρεται σε αυτόν ως «Τζέημς Ντην των ελισαβετιανών χρόνων». Αρκετά ερεθιστικά όλα αυτά, θα έλεγα.