Η μισή αλήθεια έχει ειπωθεί, εδώ και καιρό, δια στόματος Οδυσσέα Ελύτη: «Τελικά πείσθηκα», διαβάζουμε στην εισαγωγή του για τη μετάφραση των επιγραμμάτων του Κριναγόρα που εξέδωσε το 1987, «Πείσθηκα ότι κι ένας ελάσσων ποιητής, ένας γραμματικός, ένας κομψοτέχνης του στίχου, μπορεί από κάποια πλευρά να σ’ αγγίξει». Ολόκληρη η αλήθεια είναι, βέβαια, ότι ειδικά οι ελάσσονες μπορούν να μας αγγίξουν με έναν ξεχωριστό τρόπο που κανένας μεγάλος ποιητής δεν μπορεί να το κατορθώσει. Όχι φυσικά επειδή τα ποιήματα των μεγάλων διαθέτουν μικρότερο εκφραστικό εύρος και διαύγεια ή περισσότερα νοηματικά και υφολογικά επίπεδα ή μεταφέρουν λιγότερα συγκινησιακά φορτία, αλλά για τον αντίθετο λόγο. Επειδή η μεγάλη ποίηση, λόγω ακριβώς της αρτιότητάς της, κρατάει τις περισσότερες φορές σε μιαν απόσταση τον αναγνώστη και ποτέ δεν του δίνεται ολοκληρωτικά, κι έτσι το μυστικό της, το θαύμα που φέρει μέσα της, διαρκώς μας διαφεύγει – και γι’ αυτό εξάλλου διαρκώς επιστρέφουμε σε αυτήν. Ενώ οι ελάσσονες κερδίζουν το στοίχημα από μιαν άλλη οδό, χάρη στην αίσθηση της εγγύτητας και της οικειότητας που δημιουργούν στον αναγνώστη τους. Και έτσι κερδίζουν συχνά και το στοίχημα με τον χρόνο. Όπως λέει ο ποιητής μας: Η ζωή συχνά «λησμονεί των ισχυρών της ημέρας τα έργα, / πεισματικά φυλάγοντας κάτι μικροπράγματα: / μια πράξη αγνή, ή ένα ποίημα, / γραμμένο από άνθρωπο μοναχικό / κάποιο απομεσήμερο θλιμμένο».
Τον Άθω Δημουλά δεν τον είχα ούτε καν ακουστά μέχρι τα δεκαοχτώ μου χρόνια ή κι αν τον είχα, η μνήμη μου δεν είχε συγκρατήσει καμία αναφορά σε αυτόν. Τότε, βρισκόμαστε στον Σεπτέμβριο του 1989, αγόρασα το «Χαίρε ποτέ» της Κικής Δημουλά κι εκεί είδα για πρώτη φορά να αναφέρεται το όνομά του, στην αφιέρωση «Μνήμη Άθου Δημουλά» των πρώτων σελίδων, ύστερα μάντεψα την παρουσία του ανάμεσα στις γραμμές των ποιημάτων της ποιήτριας και πρωτοδιάβασα λίγους δικούς του στίχους, όπως παρατίθενται ως μότο σε ένα δικό της ποίημα γραμμένο στους Δελφούς:
Και
φοβάμαι ακόμη των χεριών μου
το άγγιγμα στις πέτρες τούτες
μην επιτείνει τη φθορά, μην επισπεύδει
των ερειπίων την ερείπωση.
Λίγοι στίχοι μόνο, μα που αρκούν, θα ‘λεγε κανείς, για να ορίσουν με σαφήνεια τον χώρο της ποίησης του: οι αρχαίες πέτρες, η φθορά και τα ερείπια – ο χρόνος, με άλλα λόγια, και η μνήμη, το σχεδόν αποκλειστικό και μόνιμο, όπως θα δούμε, θέμα του Άθου Δημουλά.
Λίγες μέρες αργότερα αγόρασα όσα βιβλία της Κικής Δημουλά βρίσκονταν τότε σε κυκλοφορία· και μαζί «Τα ποιήματα 1951-1985» του Άθου Δημουλά. Η πρώτη μου επαφή με τα ποιήματά του –όσο μπορώ να θυμηθώ– δεν στάθηκε ικανή να συγκρατήσει το ενδιαφέρον μου: ένας άνθρωπος που, όπως λέει γι’ αυτόν ο φίλος του Μάριος Μαρκίδης ήταν πάντοτε «εκνευριστικά ανήσυχος ν’ αποφεύγει τις άγνωστες σκόνες και τα ρεύματα» και ο οποίος «δεν έχει επισκεφτεί ποτέ τη Σιδώνα, όσο μπορούμε να συμπεράνουμε τουλάχιστο απ’ την ολοκληρωτική απουσία μυρωδικών στο έργο του», ένας φιλοσοφικός ποιητής που χτίζει το έργο του με αφηρημένα κυρίως ουσιαστικά και μια ποίηση το εσωτερικό τοπίο της οποίας καλύπτεται σχεδόν αποκλειστικά από ασαφείς και θαμπές εικόνες της μνήμης· ένας τέτοιος ποιητής δύσκολα μπορεί να κερδίσει έναν έφηβο, ακόμα κι όταν πρόκειται για έναν έφηβο φανατικό για γράμματα.
Παρόλα αυτά ξαναγύρισα δυο-τρεις φορές τα επόμενα χρόνια στο βιβλίο με τα ποιήματα του Δημουλά. Τη μία ψάχνοντας να βρω, για τις ανάγκες μιας προσωπικής μου ανθολογίας, ποιήματα με θέματα εμπνευσμένα από την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» του Ομήρου – οπότε εντόπισα ορισμένα εξαιρετικά ενδιαφέροντα για το θέμα μου· την άλλη γυρεύοντας ένα ποίημά του, που είχε μείνει στο μυαλό μου, στο οποίο ο ποιητής παρουσιάζεται ως αναγνώστης· και άλλες φορές κάτι άλλο, που άλλοτε υπήρχε και άλλοτε όχι. Κάθε φορά όμως στεκόμουν λίγο περισσότερο στους στίχους του Δημουλά. Σε στίχους του, αρχικά, η εκφραστική και διανοητική τόλμη των οποίων έμοιαζε να έρχεται σε αντίθεση με τη γενική εικόνα που η ποίησή του δημιουργεί. Δυο-τρία παραδείγματα, για του λόγου το αληθές:
«Βρέχει στα ενδιάμεσα των συμπτώσεων»,
«Ο αέρας, ασάλευτος, μοιάζει όλος πεσμένος στο δρόμο»,
«Μέρα, θα είσαι κουρασμένη πολύ / έτσι που τόσο επικίνδυνα κρεμιέσαι / από δυο νύχτες».
«Ω αναίτια θλίψη, / σ’ επιζητώ λυτρωτικά. Γιατί / πολλοί μέχρι τώρα οι επώνυμοι πόνοι».
«Η μέρα έδειχνε πως θα περάσει / αχρωμάτιστη, όπως και τόσες προηγούμενές της. […] Ευτυχώς έτσι και πέρασε.»
Και ένα ολόκληρο σύντομο ποίημα με τον τίτλο «Κυβισμός»:
Πέφτει ο ήλιος κι έρχεται η μορφή σου
κάθε βράδυ.
Όχι αυτή που είδαν
και που κράτησαν τα μάτια μου.
Αλλ’ η μορφή σου τανυσμένη
σαν κομματιαστή, σ’ επίπεδα
πολλά λυμένη – μια ιστορία ολόκληρη,
η ιστορία μας, από σπασμούς
της μνήμης μου ασύνδετα εικονισμένη.
Η μνήμη ωστόσο, «επισφαλής αθανασία», καθώς την ονομάζει σε κάποιο του στίχο, είναι πανταχού παρούσα στην ποίηση του Άθου Δημουλά. Τα ατομικά βιώματα και τα συναισθήματα, τα προβλήματα της ζωής και η υπαρξιακή αγωνία δεν περνάνε στα ποιήματα αυτά παρά μόνο με τη μορφή της ανάμνησης· η οποία μάλιστα σπανίως περιγράφεται με ακρίβεια, σπανίως ανακαλείται το περιεχόμενο της μνήμης – συχνότερα αναλύονται οι προϋποθέσεις και οι προεκτάσεις της, η επενέργειά της στη συνείδηση του ποιητή. Γιατί αυτό που ζητάει ο Άθως Δημουλάς δεν είναι η επαναβίωση του παρελθόντος σε όλη του τη σφοδρότητα, αλλά η γαλήνη, η κατάσταση εκείνη «όπου δεν υπάρχει τόλμη και ορμή. / Και όπου η ελπίδα δε χρειάζεται». Είναι η ήρεμη μελαγχολία και το ανεπαίσθητο πέρασμα του χρόνου, καθώς κάθεται και δουλεύει την ποίησή του, ό,τι κυρίως τον ευχαριστεί: «Το απόγευμα σήμερα / ταιριάζει στο μοναχικό δωμάτιό μου. / Αισθάνομαι όχι μόνο διάθεση, / ανάγκη αισθάνομαι να εργαστώ / την ποίηση. Ξαπλώνω στην πολυθρόνα μου / με αφαιρέσεως τάση». Το αποτέλεσμα των ρεμβαστικών αυτών ωρών μάς αποκαλύπτεται σε ένα άλλο ποίημά του:
Εικόνες ασαφείς το βλέμμα πια
μεταδίνει, αχνά κι αβέβαια
σχήματα πραγμάτων.
Μορφές χωρίς διακριτικά,
χωρίς περίγραμμα σχεδόν,
κι ίσως χωρίς υπόσταση,
απλά παιχνίδια του θολού αέρα,
μηνύματα απατηλά του βλέμματος
που, τέλος, αιχμαλωτίζεται
από το σούρουπο και σβήνει.
Είναι η μνήμη λοιπόν που κυριαρχεί σταθερά σε ολόκληρη την ποίηση του Άθου Δημουλά: «Μνήμη, είμαι γεμάτος μια μεγάλη μνήμη / κοινή, τη μνήμη ότι όλα έχουν τελειώσει. / Κι είμαι, γι’ αυτό, ένα μεγάλο αίσθημα / γεμάτος, το αίσθημα ότ’ είναι αργά. Για όλα». Μνήμη και φαντασία, θύμηση κι επιθυμία, όνειρο και ανάμνηση συχνότατα συνδυάζονται από τον ποιητή, συχνότατα ταυτίζονται στο νου και στους στίχους του. Έτσι που στο τέλος παρελθόν και μέλλον χάνουν τη σημασία τους κι ο ποιητής βρίσκεται τότε πέρα απ’ τον χρόνο: «Ότι είναι, σκέπτομαι, ίδια / με την αβεβαιότητα του μέλλοντος / η αβεβαιότητα του παρελθόντος. / Απ’ τις προβλέψεις και τις μνήμες μας / όμοια διαφεύγει η πραγματικότης». Κι αλλού: «Το όνειρο παραμορφώνει αυτά που θα ‘ρθουνε / η μνήμη εκείνα που πέρασαν. Το κάθε τι / αλλιώς το περιμένουμε κι αλλιώς το αναπολούμε».
Και όμως ακούγεται, σταθερά επίσης, στην ποίηση του Άθου Δημουλά και μια άλλη φωνή, μια άλλη επιθυμία εκδηλώνεται· η νοσταλγία για μια διαφορετική ζωή. Ήδη στο πρώτο-πρώτο ποίημά του διαβάζουμε γι’ αυτήν: «Μέσ’ από τον θολό της άνοιξης αέρα / περνούνε σαν οράματα / της νέας ζωής τα ρίγη». Μια νέα ζωή της οποίας ο ποιητής αποτελεί τον προνομιακό μέτοχο, καθώς είναι αυτός που διαθέτει την έκτη εκείνη απαραίτητη αίσθηση «για τις άπειρες προεκτάσεις της πραγματικότητας» κι είναι εκείνος που «με την αιχμή της ευαισθησίας του / ξεσκεπάζει κόσμους καινούργιους / και μεγάλους» και μπορεί να βλέπει σκηνές από έναν άλλον κόσμο, μπορεί να συνδυάζει τα κομμάτια της πραγματικότητας και να συνθέτει με αυτά άλλους κόσμους, επάλληλους. Εκεί, σε κάποιον απ’ τους κόσμους αυτούς, είναι που οι ποιητές βρίσκουν ο ένας τον άλλο και αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Εκεί αισθάνθηκα ολοκληρωτικά τον Άθω Δημουλά πλάι μου και τόλμησα να χρησιμοποιήσω στίχους ενός ποιήματός του ως motto σε μια δική μου ποιητική συλλογή. Πρόκειται για το ποίημά του «Ο ποιητής»:
Αλχημιστής του Μεσαίωνα, που στην εκπλήρωση
έργων απόκρυφων δαπανά – σ’ έκσταση, χρόνο,
μνήμη και όνειρα –, αλχημιστής του Μεσαίωνα
μοιάζει: θέλει τη ζωή όλη, ακέραιη, σ’ ένα
μονάχα ποίημα να περιλάβει. Σε μιαν έκφραση
μέσα, ποιητική.
Τέτοιον οραματίζεται άθλο.
Ουτοπία, βέβαια. Η ζωή, απέραντη και πολύμορφη,
περιλαμβάνει μόνο, δεν περιλαμβάνεται.
Και περισσεύει έξω από κάθε έκφραση,
από κάθε ποίημα έξω.
Ουτοπία, βέβαια.
Όμως διστάζει να το δεχθεί. Γιατί έτυχε
κάποιες φορές, κι όχι σπάνιες, έτυχε να ‘χει
τη ζωή περικλείσει σε μια στιγμή.
Και προσπαθεί – με χρόνο, μνήμη και όνειρα.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Το κείμενο της ομιλίας μου στην εκδήλωση «Ποιητές στη σκιά» για τον Άθω Δημουλά.
Παράθεμα: Συμπερίληψη της ζωής | ίχνος (δια)γραφής