Και να που πάλι ο έρωτας έριξε πάνω μου
την τρυφερή ματιά του, κείνη
που κρύβει κάτω από μαύρα βλέφαρα,
και μ’ έμπλεξε με τις γητειές και τα πλανέματα
στης Κύπριδας τα δίχτυα τ’ αδιαπέραστα.
.
Και τρέμω αλήθεια που τον βλέπω να ξανάρχεται
σαν τ’ άλογο που είχε κερδίσει πλήθος τα βραβεία
στο άρμα του ζεμένο και τώρα γερασμένο πια
το βάλανε ξανά με γρήγορα άρματα να παραβγεί.
Είναι άνοιξη και μες στον κήπο των Νυμφών,
που πόδι ανθρώπου δεν πατά,
ποτίζονται οι κυδωνιές απ’ τα τρεχούμενα
νερά των ποταμών· και τ’ άνθη της αμπέλου
θρέφονται κι αυτά και θάλλουνε
κάτω απ’ το φύλλωμα του κλήματος το σκιερό.
.
Μα εμένα ο πόθος μέσα μου ούτε στιγμή δεν ησυχάζει.
.
Σαν τον βοριά με καίει που απ’ τη Θράκη έρχεται
στης αστραπής τις φλόγες τυλιγμένος,
είναι η Κύπρις που τον στέλνει καταπάνω μου,
με λύσσα κι ανελέητος, αδίστακτος
και σκοτεινός, καρδιά και νου
στα βάθη μέσα μου με ορμή τα συνταράσσει.
Ίβυκος
Μτφ. Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος