Φίλιπ Ροθ: Ζούκερμαν & Σία

philip-roth_custom-4dda9907a6cd146b73bfc39995317d935c8c7756-s6-c30

Philip Roth, Φεύγει το φάντασμα, μυθιστόρημα, Μετάφραση Κατερίνα Σχινά, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα, 2009, Σελίδες 324

Το καλύτερο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, απ’ όσα έχω εγώ διαβάσει τουλάχιστον, θεωρώ πως είναι το «Αμερικάνικο ειδύλλιο», το σύγχρονο έργο που περισσότερο από τα περισσότερα σύγχρονα έργα πλησιάζει την έννοια της τραγωδίας, αφού κάθε ατομική και συλλογική τραγωδία της εποχής μας δεν μπορεί παρά να σχετίζεται, με κάποιον τρόπο, με τη διάψευση των προσδοκιών, με την αποτυχία και την απογοήτευση· είτε πρόκειται για τις προσδοκίες που κάθε άνθρωπος, κάθε νέος άνθρωπος ιδίως, τρέφει για τη ζωή του και τον εαυτό του είτε για τις ελπίδες στις οποίες στήριξε την ανάπτυξη και την εξέλιξή του ο δυτικός πολιτισμός τους δύο τελευταίους αιώνες. Το «Αμερικάνικο ειδύλλιο» είναι εξάλλου το βιβλίο του Φίλιπ Ροθ όπου το ατομικό και το συλλογικό πεπρωμένο κατεξοχήν συνδέονται.

Όσο όμως και αν θαυμάζω τη σύλληψη και την ανάπτυξη, τη σκέψη και τη γραφή αυτού του μυθιστορήματος, δεν είναι το πιο αγαπημένο μου απ’ όλα. Αφού οι λόγοι που μας ωθούν να αγαπήσουμε ένα βιβλίο δεν έχουν να κάνουν πάντα και αποκλειστικά με την αξία του έργου και, σίγουρα, δεν συμπίπτουν πάντα με τους λόγους για τους οποίους άλλοι αναγνώστες μπορεί να αγαπάνε το ίδιο βιβλίο. Το πιο αγαπημένο μου από τα βιβλία του Ροθ είναι ο «Ζούκερμαν Δεσμώτης» – μια τριλογία και ο επίλογός της, στην πραγματικότητα δηλαδή τέσσερα μυθιστορήματα στη συσκευασία του ενός, 770 χορταστικές σελίδες. Είναι κάποιες λεπτομέρειες που με έκαναν να πιάσω στα χέρια μου το βιβλίο αυτό και να το διαβάσω ως το τέλος με αμείωτη απόλαυση, όπως ο ακόλουθος διάλογος των δύο αδελφών Ζούκερμαν που επιβεβαίωνε γλαφυρά την ιδέα μου για τον δανεισμό βιβλίων:

«Ξέρεις γιατί παντρεύτηκα την Κάρολ;»

«Όχι», αποκρίθηκε ο Ζούκερμαν, στον οποίο η Κάρολ πάντα φαινόταν όμορφη, αλλά βαρετή, «δεν ξέρω».

«Δεν ήτανε επειδή έβαλε τα κλάματα. Δεν ήτανε επειδή τα φτιάξαμε και της χάρισα την καρφίτσα μου και μετά αρραβωνιαστήκαμε και της χάρισα το δαχτυλίδι. Δεν ήταν καν επειδή αυτό περιμένανε να κάνουμε οι γονείς ολονών… Της δάνεισα ένα βιβλίο. Της δάνεισα ένα βιβλίο κι ήξερα πως αν δεν την παντρευόμουν δεν θα το έβλεπα ποτέ ξανά.»

Ή τα ακόλουθα αποσπάσματα που με μεγάλη ακρίβεια περιγράφουν το μεν πρώτο το περιεχόμενο και της δικής μου τσάντας, και μάλιστα όχι μόνο όταν ταξιδεύω, και το άλλο τον τρόπο με τον οποίο κι εγώ διαβάζω, αν όχι τα περιοδικά ακόμα, σίγουρα πάντως κάθε είδους βιβλία.

Το πρώτο: «Ένα μεγάλο σημειωματάριο με διαγραμμισμένες σελίδες που έβγαλα από τον χαρτοφύλακά μου, έναν Bildungsromanικό χαρτοφύλακα – τεσσεράμισι κιλά βιβλία, πέντε άσημα περιοδικά και χαρτί με το παραπάνω για να γράψω ολόκληρο το πρώτο μου μυθιστόρημα αν συνέβαινε να μου έρθει η έμπνευση στον πηγαιμό ή στο γυρισμό με το λεωφορείο».

Και το δεύτερο: «Φυσικά, πάντοτε διάβαζα βιβλία με μια πένα στο χέρι, αλλά τώρα ανακαλύπτω ότι αν δεν το κάνω, ακόμη κι αν διαβάζω περιοδικά, η προσοχή μου δεν επικεντρώνεται σ’ αυτό που έχω μπροστά μου.»

Κι αυτό, για τον τρόπο που κάποια βιβλία μας συνεπαίρνουν: «Την τρίτη φορά που διάβασε το βιβλίο απ’ την αρχή ως το τέλος ήταν το ίδιο βράδυ, γυρίζοντας στο Στόκμπριτζ. Θα ξαναδιάβαζε, άραγε, ποτέ της κάποιο άλλο βιβλίο; Πώς, αν δεν μπορούσε να σταματήσει να διαβάζει αυτό εδώ;»

Κανενός μυθιστορήματος, εννοείται, δεν κρίνεται η αξία από τέτοιες λεπτομέρειες· πολλές φορές, ωστόσο, είναι μερικές τέτοιες ασήμαντες λεπτομέρειες, στις οποίες πέφτει το μάτι σου καθώς το ξεφυλλίζεις σ’ ένα βιβλιοπωλείο, που γίνονται η αιτία για να ξεκινήσεις την ανάγνωση ενός βιβλίου ή για να μην το αφήσεις από τα χέρια αναζητώντας κι άλλες παρόμοιες. Για να βρεις τελικά έναν ολόκληρο κόσμο μέσα του, ίδιο και συγχρόνως αλλιώτικο απ’ αυτόν που ήδη ζεις και που μπορεί να χρειαστείς πολλά χρόνια για να τον περπατήσεις απ’ άκρη σ’ άκρη – γι’ αυτό εξάλλου επιστρέφουμε στα ίδια αγαπημένα μας βιβλία, για να ξαναβρεθούμε στα ίδια μέρη που έχουμε γνωρίσει και αγαπήσει και για να συνεχίσουμε την εξερεύνηση από κει που την είχαμε αφήσει.

Ο ίδιος ο Φίλιπ Ροθ έχει επιστρέψει πολλές φορές στο ίδιο αυτό βιβλίο, μια που σε διάστημα μιας τριακονταετίας έχει αναπτύξει και διαπραγματευτεί εννέα φορές την ιστορία του ήρωά του, του εβραίου συγγραφέα Νέιθαν Ζούκερμαν. Αντιγράφω τους τίτλους και τις ημερομηνίες έκδοσης των έργων:

  • Ο συγγραφέας-φάντασμα (1979)
  • Ζούκερμαν Λυόμενος (1981)
  • Μάθημα ανατομίας (1983)
  • Το όργιο της Πράγας (1985)

 (τα τέσσερα παραπάνω βιβλία εκδίδονται σε έναν τόμο πια με τον τίτλο «Ζούκερμαν δεσμώτης»)

  • Η αντιζωή (1986)
  • Αμερικάνικο ειδύλλιο (1997)
  • Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή (1998)
  • Το ανθρώπινο στίγμα (2000)
  • Φεύγει το φάντασμα (2007)

roth460x276

Ο συγγραφέας-φάντασμα που ανακαλεί ο τίτλος του πρώτου βιβλίου της «σειράς» είναι ο φανταστικός συγγραφέας Ε. Ι. Λόνοφ, τον οποίο επισκέπτεται ο νεαρός Ζούκερμαν στο αγρόκτημα όπου ζει απομονωμένος και κατανοεί «γιατί το να κρύβεται κανείς σε καμιά τετρακοσαριά μέτρα υψόμετρο στις υπώρειες ενός βουνού μαζί με πουλιά και δέντρα μονάχα ίσως και να μην ήταν τόσο κακή ιδέα για έναν συγγραφέα». Πενήντα χρόνια αργότερα (διαβάζουμε στο «Φεύγει το φάντασμα») στα ίδια εκείνα μέρη έχει καταφύγει, από δεκαετίας ήδη, ο γερασμένος, άρρωστος και διάσημος πια συγγραφέας Νέιθαν Ζούκερμαν. Η ιστορία που αφηγείται το βιβλίο ξεκινάει όταν μετά από τόσα χρόνια απομόνωσης και εργασίας θα διανύσει τα 200 χιλιόμετρα που τον χωρίζουν από τη Νέα Υόρκη.

«Δεν υπάρχει πιο εγκόσμιος τόπος στον κόσμο», θα διαπιστώσει μια εβδομάδα αργότερα, «από τη Νέα Υόρκη, γεμάτη απ’ όλους εκείνους τους ανθρώπους με τα κινητά που πάνε σε εστιατόρια, έχουν ερωτικές περιπέτειες, αλλάζουν δουλειές, διαβάζουν τις ειδήσεις, αναλώνονται σε πολιτικά πάθη· κι εγώ είχα σκεφτεί να επιστρέψω, να ξαναρχίσω να ζω εκεί μετενσαρκωμένος, να ξαναπιάσω απ’ την αρχή όλα τα πράγματα που είχα αποφασίσει να παρατήσω – έρωτα, επιθυμία, καβγάδες, επαγγελματικές συγκρούσεις, όλη τη ρυπαρή κληρονομιά του παρελθόντος.»

Το σκηνικό του δράματος έχει στηθεί και περιμένει τον γέρο ερημίτη συγγραφέα, ο οποίος προχωράει – εν πλήρει συνειδήσει αλλά και ανίκανος να αντισταθεί – προς την καταστροφή και την ταπείνωση. «Στην εξοχή», θα πει, «δεν υπήρχαν πειρασμοί που θα μπορούσαν να με δελεάσουν και να γεννήσουν προσδοκίες. Είχα συνάψει ειρήνη με τις προσδοκίες μου. Αλλά, όταν έφτασα στη Νέα Υόρκη, μέσα σε λίγες μόνο ώρες, η Νέα Υόρκη μού έκανε ό,τι κάνει σε όλους τους ανθρώπους – ξύπνησε τις πιθανότητες. Η ελπίδα ξεσπάει σαν επιδημία». Κι ως γνωστόν, όπου υπάρχει ελπίδα εκεί υπάρχει και η διάψευση.

Ο συγγραφέας Νέιθαν Ζούκερμαν θα γνωρίσει στη Νέα Υόρκη ένα νεαρό ζευγάρι συγγραφέων, θα αισθανθεί έντονη μετά από πολλά χρόνια απομόνωσης και μοναξιάς έλξη και επιθυμία για αυτή τη γυναίκα, θα έρθει αντιμέτωπος μ’ έναν φιλόδοξο και αδίστακτο βιογράφο τού μέντορά του Ε. Ι. Λόνοφ, θα συναντήσει μετά από πενήντα χρόνια την άρρωστη και ετοιμοθάνατη σύντροφο τού Λόνοφ, θα παρακολουθήσει – αποστασιοποιημένος πια – τις πολιτικές εξελίξεις των ημερών, θα δοκιμάσει άλλη μια διάψευση των ελπίδων για ίαση που του είχαν δημιουργηθεί από έναν ακόμη γιατρό.

Και σαν όλα αυτά να μην ήταν αρκετά για έναν ηλικιωμένο και άρρωστο άνθρωπο που επί έντεκα χρόνια απείχε συνειδητά από τη ζωή και είχε αφιερωθεί στη συγγραφική του δουλειά και στην παρακολούθηση της φθοράς του σώματος και του μυαλού του, θα βαλθεί να γράφει κιόλας για τα κατακλυσμιαία γεγονότα της Νέας Υόρκης. Γιατί ο Ζούκερμαν είναι συγγραφέας, ένας άνθρωπος υποχρεωμένος δηλαδή να οξύνει τον πόνο που βιώνει επιχειρώντας, εκ των υστέρων ή ταυτόχρονα, να τον περιγράψει, να τον εξηγήσει, να τον αναλύσει, να τον νοηματοδοτήσει, να τον απαθανατίσει.

«Άραγε το άθροισμα του πόνου που νιώθει κανείς», θα αναρωτηθεί, «δεν είναι αρκετά συγκλονιστικό και χωρίς τη μεγέθυνση που πλάθει η φαντασία, χωρίς τη φόρτιση των πραγμάτων με μια ένταση εντελώς εφήμερη στη ζωή, κάποτε έως και αόρατη; Για μερικούς δεν είναι. Για μερικούς, για πολύ λίγους, η μεγέθυνση αυτή, που πηγάζει αβέβαια από το τίποτα, συνιστά τη μόνη τους βεβαιότητα· κι αυτά που δεν βιώθηκαν, αυτά που υπονοήθηκαν, πλήρως αποτυπωμένα στο χαρτί, είναι η πραγματική ζωή – η ζωή που το νόημά της καταλήγει να βαραίνει περισσότερο.»

Ένα στοχαστικό μυθιστόρημα για τον έρωτα και τη φιλοδοξία, για την πολιτική και  το πένθος, για τη φθορά και το χάσμα των γενεών, για τη μνήμη και τα γηρατειά, για την πόλη και τη σύγχρονη ζωή. Γιατί για τον Φίλιπ Ροθ, όπως και για τον ήρωά του, η μυθοπλασία δεν ήταν ποτέ αναπαράσταση. Είναι στοχασμός σε αφηγηματική μορφή. Ο Ροθ είναι ένας συγγραφέας που διαρκώς σκέφτεται κι αυτό είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γραφής του που πιο πολύ απ’ όλα απολαμβάνω στα βιβλία του, το γεγονός ότι πάντα βρίσκω πολλά πράγματα να υπογραμμίζω καθώς τα διαβάζω, πολλά πράγματα δηλαδή για να σκεφτώ και να συνειδητοποιήσω και να τα ξανακοιτάξω αργότερα για να τα ξανασκεφτώ – γι’ αυτό δεν υπογραμμίζουμε στα βιβλία που διαβάζουμε;

Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος

Philip Roth

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s