Ουίλλιαμ Σαίξπηρ, Περικλής, μτφ. Ερρίκος Μπελιές, εκδ. Κέδρος
Είναι φορές που, ολοκληρώνοντας την ανάγνωση ενός βιβλίου, το επόμενο που είχα στον νου μου να διαβάσω δεν μου φαίνεται πια τόσο συναρπαστικό ή απλώς δεν ταιριάζει στο νοητικό και ψυχικό κλίμα όπου έχω βρεθεί. Ή ίσως δεν αντέχω να το ξεκινήσω εκείνη τη στιγμή, είτε γιατί έχω βγει εξαντλημένος από το προηγούμενο, όπως καμιά φορά μετά από το κολύμπι, τον έρωτα ή μια απρόσμενη περιπέτεια, είτε γιατί η άμεση ψυχική μετακίνηση από το ένα στο άλλο φαντάζει αδύνατη. Άλλοτε πάλι είμαι τόσο χωμένος σε διάφορα βιβλία ή σε ενός μόνο συγγραφέα το έργο, συγκεντρώνοντας υλικό και εναρκτήριες φράσεις για κάποια εργασία (που κανείς δεν μου έχει αναθέσει), ώστε δεν θέλω -κι ούτε μπορώ συνήθως- να εισχωρήσω ολόψυχα στο σύμπαν ενός άλλου δημιουργού. Κι άλλοτε, συχνά, απλώς δεν μπορώ ν’ αποφασίσω ποιο από τα δεκάδες βιβλία, που με περιμένουν στα ράφια της βιβλιοθήκης μου και με τραβάνε από το μανίκι κάθε φορά που πλησιάζω εκεί, θ’ ανοίξω στην πρώτη του σελίδα.
Δύο είναι τότε οι συνήθεις επιλογές μου: ή θα διαβάσω ένα σύντομο αστυνομικό μυθιστόρημα, του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, κατά προτίμηση, ή του Ζωρζ Σιμενόν, του Αντρέα Καμιλέρι, του Γιάννη Μαρή, ή θα διαβάσω ένα έργο του Σαίξπηρ. Με τον ίδιο τρόπο περίπου και με την ίδια πρόθεση που ανάμεσα σε δύο διαφορετικά φαγητά ή κρασιά ξεπλένουμε το στόμα μας με κάτι ουδέτερο ή με μια γουλιά νερό στην ανάγκη. Η παράσταση ενός θεατρικού έργου δεν διαρκεί συνήθως περισσότερες από δύο ώρες· το ίδιο περίπου και η κατά μόνας ανάγνωσή του. Αφήνοντας λοιπόν κατά μέρος τον «Άμλετ», τον «Μάκβεθ», τον «Βασιλιά Ληρ» και ορισμένα ακόμα, η ανάγνωση των οποίων διαρκεί μια ζωή, τα υπόλοιπα έργα του Σαίξπηρ ενδείκνυνται ωραιότατα για διάλειμμα μεταξύ δυο άλλων αναγνωσμάτων.
Χθες διάλεξα τον «Περικλή». Δεν τον είχα ξαναδιαβάσει όλα αυτά τα χρόνια που διαβάζω Σαίξπηρ ούτε μπόρεσα να ανασύρω από τη μνήμη μου οποιαδήποτε πληροφορία σχετική με αυτόν – γεγονός που κάπως με ανησύχησε. Κοίταξα όμως στις τελευταίες σελίδες της έκδοσης του Κέδρου (μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ) τον χρονολογικό πίνακα και αναθάρρησα βλέποντας ότι πρόκειται για ένα από τα τελευταία έργα του Βάρδου, οπότε τακτοποίησα τα μαξιλάρια στην πλάτη μου και ξεκίνησα την ανάγνωση:
«Για να πει ένα τραγούδι που παλιά έχει ειπωθεί
από τη σκόνη ο Γκάουερ, παλιός ποιητής, έχει αναστηθεί,
ενδύθηκε το παλαιό του σώμα, το θνητό, να νουθετήσει
τ’ αυτιά σας και τα μάτια σας να ευχαριστήσει…»
Το πρώτο που συνειδητοποίησα ήταν ότι δεν επρόκειτο για τον Περικλή που νόμιζα. Όχι ο Περικλής του χρυσού αιώνα της Αθήνας, που ξέρουμε και εμπιστευόμαστε, αλλά ένας άγνωστος ηγεμόνας της Τύρου, που μαγεύεται από τη ομορφιά της κόρης του Αντιόχου, βασιλιά της Αντιόχειας, και θέλει να την πάρει για γυναίκα του. Ανακαλύπτει όμως, ενώ δεν έπρεπε, το τρομερό μυστικό του βασιλιά και της κόρης του, ότι είναι αιμομίκτες εραστές, και φεύγει έντρομος για να σώσει τη ζωή του. Θα ταξιδέψει, θα παντρευτεί, θα αποκτήσει κόρη, θα χάσει τη γυναίκα του, αργότερα θα χάσει και την κόρη του, θα τις νομίζει και τις δυο για πεθαμένες, αλλά στο τέλος θα αποδειχθεί πως ζούσαν – και το έργο θα φτάσει στο ευτυχισμένο και προβλέψιμο τέλος του.
Μια τραγικοκωμωδία γεμάτη αδιάφορες φανταστικές περιπέτειες και κοινότοπες παρατηρήσεις για την καλή και την κακή διακυβέρνηση του κράτους, που αν δεν είχε βγει από τη γραφίδα του Σαίξπηρ, οι αιώνες δεν θα την είχαν πιθανότατα σεβαστεί. Εξάλλου, όπως μετά από μια σύντομη αναζήτηση ανακάλυψα, το έργο φαίνεται να έχει γραφτεί κατά το ήμισυ μόνο από τον Σαίξπηρ, γεγονός που εξηγεί, ενδεχομένως, τη μετριότητά του. Μοναδική ίσως εξαίρεση οι σκηνές του πορνείου, στο οποίο θα εργαστεί για ένα διάστημα η κόρη του Περικλή, όπου οι λαϊκοί χαρακτήρες και το λαϊκό χιούμορ προσφέρουν κάποια γνήσια αναγνωστική απόλαυση. Και άλλη μια απόδειξη ότι ο Σαίξπηρ είναι –και απ’ αυτή την άποψη– ένας ολόκληρος κόσμος από μόνος του· ο «Περικλής» αποτελεί την αποτυχημένη του πλευρά.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος