Μάρκος Μέσκος, Τα ποιήματα της σκάλας, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013
Από το 1958, οπότε εκδόθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Πριν από τον θάνατο», ως τα τωρινά «Ποιήματα της σκάλας» του 2013, η συγγραφική παραγωγή του Μάρκου Μέσκου περιλαμβάνει δεκαέξι βιβλία ποίησης, τέσσερις συλλογές πεζογραφημάτων (σε έναν τόμο πια από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης), έναν τόμο με «Προσωπικά κείμενα» για φίλους και γνωστούς δημιουργούς, και ποικίλα άλλα δημοσιεύματα. «Μια πιθανή τομογραφία του ποιητικού σώματός του», σημειώνει ο ίδιος ο ποιητής για το έργο του, «εμφανίζει αρκετές διαστρωματώσεις με κάποια σταθερά σημεία. Π.χ. τον επαναστατημένον Έρωτα, την Ιστορία, την Ουτοπία, τον Θάνατο». Αν σε αυτά προσθέσουμε και τη Φύση, με τη διαρκή παρηγορητική και αποθεωτική παρουσία της, έχουμε έναν πλήρη οδικό χάρτη για την ποίηση του Μάρκου Μέσκου.
Γιατί από μιας αρχής σε αυτόν τον ποιητή η Ιστορία (ο θάνατος, ο χρόνος, η μνήμη, η βία, η ματαίωση, ο φόβος, το πένθος) και η Φύση (ο έρωτας, το όνειρο, η ουτοπία, η ζωή, η παιδική ηλικία) συμπλέκονται αδιάκοπα, κατά τον σολωμικό τρόπο, όπου το ένα αντιμάχεται και, ταυτόχρονα, εξισορροπεί το άλλο. «Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη· / η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι. / Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει: / Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει», γράφει ο Σολωμός. «Μέσα σε δυο ρεματιές αηδόνια / ματοκυλιέται τ’ όνειρό μου και πονεί», συμπληρώνει ο Μάρκος Μέσκος. Το όνομα του Διονύσιου Σολωμού εξάλλου είναι το πρώτο που έρχεται στον νου του όποτε πιάνει να καταγράψει τους ποιητές που αγαπάει και αισθάνεται να τον έχουν επηρεάσει περισσότερο: «Μόνιμα το ενδιαφέρον μου, η συμπάθειά μου και η βαθύτερη επικοινωνία με τον Σολωμό, την Αχμάτοβα και την Τσβετάγιεβα, τον Μάστερς του «Σπουν Ρίβερ», τον Μιλόζ της πρώτης περιόδου, ολάκερο το νεοελληνικό βαλκανικό δημοτικό τραγούδι, τους Ασίκηδες ποιητές της Ανατολής».
Αν κάτι έχει αλλάξει στα «Ποιήματα της σκάλας», που μόλις κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, αυτό είναι ο χαρακτήρας του επείγοντος που μοιάζει να κυριαρχεί εδώ· κάτι που σημαίνεται και από το γεγονός ότι η νέα αυτή ποιητική συλλογή κυκλοφόρησε έναν μόνο χρόνο μετά τα προηγηθέντα «Λύτρα», εκδοτική σπουδή ασυνήθιστη για τον Μάρκο Μέσκο. Μα ο καιρός δεν περιμένει κι ο ποιητής μοιάζει να στέκεται καταμεσής μιας σκάλας: πάνω ψηλά στα κλαδιά λάμπει ο καρπός ο ασύλητος, κάτω ανοίγεται το κατάμαυρο έρεβος της μοίρας κι ο ποιητής στη μέση μάχεται να προλάβει να πει τις λέξεις που έχει μέσα του: «ξυλάρμενα κύματα μνήματα μηνύματα οι λέξεις / τα χαμένα λόγια του πελάγου / και των πνιγμένων…». Γράφει ο ποιητής, γράφει να προλάβει τον χρόνο, γιατί «μια κοπή αιμάτου μια σταλιά / αρκεί να πάει ο πάνω κόσμος κάτω / στα θανατηφόρα γαρίφαλα…» κι ο θάνατος να καταφθάσει. Ήδη, ώρες-ώρες, αισθάνεται να ζει μόνος τη στιγμή της αναχώρησης: «χάνονται όσα αγαπούσα ό,τι λάτρεψα σβήνει / το πουλί επαίτης το δέντρο το μαύρο άλογο / η πολιτεία τα οδοφράγματα οι φίλοι τα / βρεγμένα μαντίλια στην αποβάθρα – στο ταξίδι μόνος…».
Φεύγουν οι φίλοι, «ακίνητος ουρανός μ’ ένα αεράκι υπόγειο οι παλιόφιλοι / σκορπίζουν ένας ένας αναχωρούν ανεπιθύμητα», φεύγει ο ίδιος ο ποιητής, φεύγουν τα φύλλα του φθινοπώρου κι ό,τι μένει είναι η ποίηση, για να ψελλίσει το ύστατο αντίο, να μετατρέψει το τέλος σε δύσβατο φως που θερίζει την αιώνια ματαιότητα, να δικαιώσει τους χαμένους στα βουνά και τους εκτελεσμένους, που ο ποιητής ποτέ δεν τους ξεχνάει. Γιατί κάθε ποίημα είναι ένας νεκρός που ξαναβρίσκει τη φωνή του κι ο Μάρκος Μέσκος τούς ονομάζει θέλοντας, για λίγο ακόμα, να τους κρατήσει μακριά από την ανωνυμία: είναι η Κωνσταντούλα, η Κωστώ, η Βάσω, η Τέτα, η Μάικω, είναι ο Θωμάς, η Ευθυμία, ο Μανόλης, ο Δυσσέας, είναι η Μίρκα, η Ντιάνα, ο μικρό Κωνσταντίνος. Ώσπου στο τέλος ταυτίζεται τόσο μαζί τους που βλέπει τα όνειρά τους, τα όνειρα των αποθαμένων, και μας τα αφηγείται: «Βλέπει το ψωμί στο λάβαρο τα φτερά που δεν είχε / το μαχαίρι και το χυμένο κρασί / τα όρθια δέντρα το κόκκινο χώμα / τις προσδοκίες των ανθών / ένα φιλί αγαπημένο βόλι αδέσποτο», τη ζωή την ίδια όπως τη ζούμε, που είναι και το μέγιστον μάθημα που έχει να διδάξει αυτή η ποίηση, η ζωή που κρύβει μέσα της τον έρωτα και τον θάνατο, την ιστορία και τη φύση, την ουτοπία και τη ματαίωση.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος
Πρώτη δημοσίευση στο «Ανοιχτό βιβλίο» της Εφημερίδας των συντακτών, 23.11.2013