Όταν είσαι δεκαεπτά χρονών κι έχουν περάσει λίγοι μόλις μήνες από κείνη τη σημαδιακή μέρα που σε ώρες ανίας και μελαγχολίας έπιασες ασυναίσθητα και κατέγραψες πρώτη φορά λίγους στίχους οργισμένης εναντίωσης (περνάν τα χρόνια και οργίζομαι / περνάν τα χρόνια και σ’ τ’ ορκίζομαι / θα είμαι πάντοτε εναντίον), όταν ύστερα ακολουθούν μέρες και νύχτες γεμάτες αμφιβολίες και δισταγμούς, θριάμβους και αποτυχίες, ξενύχτια και πυρετικές εγγραφές, σβησίματα και διορθώματα, ικανοποίηση και απελπισία, όταν σπανίως περνάει μια μέρα δίχως να ανοίξεις το τετράδιο με τα ποιήματα για να προσθέσεις λίγους στίχους ακόμη, δεν είναι τότε καθόλου παράξενο να πιστέψεις πως το παν εξαρτάται από αυτό, δεν είναι καθόλου παράξενο να νομίσεις πως, αν όχι ο κόσμος ολόκληρος, σίγουρα πάντως η ύπαρξή σου κρέμεται από έναν στίχο ή από μια μόνη λέξη.
Ήταν ακριβώς η περίπτωσή μου στις αρχές εκείνης της χρονιάς, μα (βοηθούσης και της Patti Smith που εκείνη την εποχή άκουσα πρώτη φορά τα τραγούδια της) είχα ήδη αρχίσει να υποψιάζομαι πως τα πράγματα δεν είναι έτσι ή δεν είναι μόνον έτσι και κάτι παραπάνω ζητούσα από την ποίηση, κάτι παραπάνω ήθελα από τον ποιητή. Δεν μου ήταν αρκετό (πώς είναι δυνατόν άλλωστε, όταν είσαι δεκαεπτά χρονών;) να έχω για υλικό μου μόνο τις λέξεις· ζητούσα τον κόσμο ολόκληρο, δίπλα μου και εναντίον μου, να τον χειριστώ όπως θέλω, να τον φέρω στα μέτρα των ονείρων μου. Ο ποιητής που περιορίζεται στην γραπτή ποίηση δεν ήταν αυτό που ζητούσα.
Το υποψιαζόμουν, μα χρειάστηκε, στις 8 Ιανουαρίου του 1988, να αγοράσω τα ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη για να βρω στη σελίδα 287 μιαν άλλη αντίληψη για την ποίηση, πιο κοντινή σε αυτό που δεν ήξερα ακόμη ότι ζητούσα. Την αντίληψη που λέει ότι ποιητής είναι αυτός που ζει πιο έντονα, που δεν παραιτείται από τίποτα, που δεν εγκαταλείπει τη χαρά, τις γυναίκες, τη ζωή, είναι ακριβώς εκείνος που περνά άφοβος από νεκροταφείο νύχτα (λίγο αργότερα πρωτοδιάβασα και Καρούζο κι ήμουν ήδη έτοιμος να τον αγαπήσω).
ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΟΙΗΤΕΣ
του Γιώργου Σαραντάρη
Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε
Σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα
Παρατάμε τη χαρά στους ανίδεους
Τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου
Και στη σκόνη του καιρού
Σημαίνει πως φοβούμαστε
Και η ζωή μάς έγινε ξένη
Ο θάνατος βραχνάς
.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος